Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

 

Θαλάσσης μύρo


Γεννήθηκε μέσα στην αλμύρα, το αλάτι έλουζε τα μαλλιά της από μικρό παιδί… και τα μάτια της έλαμπαν, καθώς έβλεπε τον πράσινο, το φάρο, από το μπαλκόνι του σπιτιού της… 

Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, η φωτιά που ένιωθε για την Μεγάλη αυτή Κυρία, την Θάλασσα, της έκαιγε τα σωθικά…

Ατίθαση και μονίμως άφαντη, στις σκέψεις  και τη λαχτάρα της… που πολλές φορές,της έκοβε την ανάσα… Πήγαινε και κούρνιαζε, με τις ώρες, στο λιμάνι… και κοίταζε το φάρο.. 

Αποκαμωμένη, από τον ήλιο, που έκαιγε το πρόσωπο της, μα και συνάμα τόσο ενθουσιασμένη, το μυαλό της πλέον, ταξίδευε σε μέρη μακρινά… κι ας ήταν το κορμί της, στη νήσο, που γεννήθηκε.

Στον τόπο που μεγάλωσε,  που αγάπησε… εκεί που όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου, σε κύκλωνε  το απέραντο γαλάζιο… Πόσες εικόνες αποθηκευμένες στο μυαλό της, με φουρτούνα, με άπνοια, με γαλήνη… 

Πόσα βράδια ένιωσε να πνίγεται και να θέλει να αμοληθεί, να τρέξει στο φάρο και να ταξιδέψει… Εκεί καθόταν τις νυχτιές και έγραφε, στο ημερολόγιο της, τα όνειρα, τα πάθη , τις στιγμές, τα θέλω …

Πάντα άφαντη και χαμένη στον ορίζοντα… ο χρόνος σταματούσε, στον ήχο των κυμάτων και ξεκινούσε πάλι με την ανατολή… την ώρα, που ο ήλιος έπαιρνε τη θέση του σκότους… κι ο ήχος της πόλης, κάλυπτε τη βουή των κυμάτων…

Μεγάλωσε και άρχισε να τρέχει, ένας ατελείωτος αγώνας, για να πιάσει το όνειρο και να το κάνει πραγματικότητα… Πολλά τα εμπόδια, πολλοί και οι πειρασμοί, μα εκείνη, ψυχρή απέναντι στο οτιδήποτε…

Σκληρή σαν ατσάλι… και εύθραυστη σαν κρύσταλλο… δράση και αντίδραση, την ίδια στιγμή… Το όνειρο άρχισε να παίρνει μορφή , χρώματα κι αρώματα. ..Το έντυνε καθημερινά και το στόλιζε όλο και πιο πολύ, όπως ήθελε και ήξερε εκείνη…

Δοκίμαζε συνεχώς, τα χρώματα από τις τέμπερες… σαν να έπαιζε τ’ ομορφότερο παιχνίδι του βίου της… Μόνη εντελώς μόνη, έτσι έπρεπε να γίνει, όσο σκληρό κι αν ήταν, για εκείνους που άφηνε έξω από την πόρτα… Εκείνη κι ο εαυτός της , σε φουρτούνα, σε μπουνάτσα, σε φουσκοθαλασσιά και νηνεμία…

Δεν χωρούσαν άλλοι… Κι όσο περνούσε ο καιρός, η φλόγα δυνάμωνε κι ο έρωτας του θαλασσινού μύρου, ήταν  η πληρότητα της, τι κι αν προσπάθησαν, να την μεταπείσουν, εκείνη σαν ούριος άνεμος, άλλαζε πορεία κι έφευγε μακριά…

Αμετάκλητη η απόφαση της και μοναδικό της στήριγμα το πείσμα, απέναντι τους… Διέσχιζε τα κύματα και έβλεπε την πλώρη της… Μια πλώρη ομορφοκαμωμένη, με δέος τυλίγει, όποιον την κοιτάζει και του χαμογελάει με τα μεγάλα μάτια της, τις λαμπερές της άγκυρες…

Και σαν μπαρκάρισε, στο πρώτο το σκαρί, εκείνο το γκαζάδικο, μεγαλειώδες και θαυμαστό… Φορτωμένο μ’ αργό πετρέλαιο, ένα εκατομμύριο βαρέλια,  γέμιζαν μέχρι πάνω τα τάγκια, τα μεγάλα… και τα ‘’γκάζια’’, να ξεμπουκάρουν,  απ’ όπου έβρισκαν τον τρόπο…

Πόσο ''τρελό'' θ’ ακουστεί, μα σαν έβγαινε, κατά το σούρουπο, στην πρύμνη ν’ αγναντέψει, αγαλλίαζε η καρδιά της από τις μυρωδιές του υδρόθειου, που απλωνόταν στην ατμόσφαιρα, σαν πύρινοι κρύσταλλοι…

Πλέον ζούσε μέσα της, περπατούσε πάνω της, με την σκληρή λαμαρίνα… Κι όμως ακόμα ,φοβόταν να παραδεχτεί, πως το όνειρο απέκτησε μορφή κι εκείνη χαράζει πορείες, γράφει στο ημερολόγιο την αλλαγή της ρότας…

Τους χάρτες σαν διόρθωνε, συναντούσε μια ζωή μέσα στο chart room…Και σαν κατέβαινε, για το ρεμέντζο, με τόλμη και αγωνία, να ‘παν όλα καλά… Το βίρα και το μάϊνα, πάντα το φώναζε δυνατά, βροντερά κι ελληνικά…

Κι όλοι την καταλάβαιναν, καθώς κοίταζαν την κίνηση των χεριών της, κράταγε το ρέλι  κι έβλεπε τον κάβο να βουτάει στο νερό, κάτασπρος και δυνατός …ερχόταν και φερμάριζε, έβλεπε τη μπόμπα και τον Μελαμψό το Ναύτη, κατάματα να την κοιτάζει…

Τι να σκεφτόταν άραγε κι εκείνος ο δόλιος ναυτεργάτης, τη μάνα που τον γέννησε και τη γυναίκα που του χάρισε παιδιά… Ενώ εκείνη, σκεφτόταν μόνο, τη μάνα που την γέννησε… Άλλωστε μόνο, η μάνα της, δεν θα την ξεχνούσε ποτέ…

Η σκληρή Γυναίκα πια, μόλις έδενε στο ντόκο, τσεκάριζε τους κάβους …κι ανέβαινε τις σκάλες, μέχρι να φτάσει πάνω στο φτερό… Έτρεχε στη βαρδιόλα κι έβγαζε το κράνος της, απολάμβανε για λίγο, το νέο το λιμάνι, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, από ψυχής βγαλμένο…

Σαν έμπαινε ξανά στη γέφυρα κι άκουγε το VHF, πάντα το σπίτι νοσταλγούσε…και  πριν κατέβει  κάτω, να πάει στο κατάστρωμα, ένα λεπτό τηλεφωνούσε, τη Μάνα της ν’ ακούσει… να σαλπάρει ο νους για λίγο, στο Αιγαιοπελαγίτικο γλυκό λόγο, εκείνης που την γέννησε…

Και σαν τ’ ακουστικό κατέβαζε, τις σκάλες σάρωνε, να πάει μπροστά στα manifolds, να βάλει το χέρι στις γραμμές, ν’ ακούσει το πετρέλαιο, να τρέχει ολοταχώς, για τη στεριά… Κι όσο το βαπόρι άδειαζε, η ψυχή της ηρεμούσε κι η νύχτα την έβρισκε, στην πλώρη και στην πρύμνη, μέχρι να λύσουν και να φύγουν , γι’ άλλα μέρη μακρινά…

Και κάπως έτσι κι όσο αναπνέει στα αυτιά της, θα ηχεί η βουή της Μεγαλοκυρίας, που με κυκλώνα  και γαλήνη, άλλαξε όλη της τη ζωή… και κάθε χτύπος της καρδιάς της, θα ‘ναι  ένα ουρλιαχτό,

"Θάλασσα μου, σ’ αγαπάω"…


©Kalliopi Tsouchlis


Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Συνεντεύξεις - Διακρίσεις - Κριτικές 


Δημήτρης Μπονόβας

https://www.thematofylakes.gr/sunenteuxh-kallioph-tsouchlh/


Α' βραβείο Ποίησης του 10ου
Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Ε.Π.Ο.Κ

https://tinyurl.com/4styvd87


Κριτικές

Γιώργος Μανέτας

https://tinyurl.com/s6wuehue







Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

 

Εσαεί


Ας ήταν να σε ράντιζα με μύρο κι ανθούς του δάσους, 
Να σ' αγαπούσα Ήλιε μου λευκό θαλάσσης νήμα,
Από κηπάρια και ακτές να χάραζα μπουκέτα.

Λαμπρό μου γιασεμί στο μόσχο σου κυλώ,
Το φως να γίνει άστρο στα τάρταρα της πλάσης,
Με το σφυρί και το στουπί μες του γιαλού τα κύματα.

Στα βραχέα σε καλώ στους δείκτες τους μεσαίους,
Στον κάβο Ντόρο δώσε τα χνάρια σου απόψε,
Στα βράχια καρτερώ λαβωματιά σε λυγισμένο τόπο.

Σε μπλε σκαρί ορχούμαι κι υδρόγειες χορδές,
Κρύσταλλο δισκοπότηρο λαμπρή κορφή ζωής,
Στο βήμα σου κλεψύδρες τα δειλινά μου 'σβήσαν.


©Kalliopi Tsouchlis



'Ατλας αταξίδευτος

Θα πετάξω στο σκοτάδι αερικό να στάξω,
Στο φύσημα τ' ανέμου δραπέτη θα μερώσω, 
Παντιέρα στο ζυγό μύρια πυρά στο γυρισμό.

Αίμα στην ψιχάλα κρότος στο ναυάγιο,
Ρημάζει το βυθόμετρο στα βάθη θα χαθώ,
Λεντία τσακισμένη θολώνουν τα νερά.

Χαμένες οι στεριές βουλιάζει το κακό,
Η μηχανή γονάτισε στην άγκυρα κραυγάζει,
Μαύρο κιτάπι γράφει το τέλος της σωρού.


©Kalliopi Tsouchlis 


Αέναος βυθός

Στο ντέφι του καιρού σου τάζω πεφταστέρια,
Άγγελοι στην ελπίδα αχτίδα στην καρδιά,
Σε πελάγη μακρινά χορεύει η ξαστεριά.

Κάθε μπουνάτσα και ψυχή κάθε νυχτιά κουράγιο,
Αντάμα στα μποφόρια μες τα ψυχρά τα ρέλια,
Χίλιοι μύριοι στεναγμοί για σε αποσπερίτη.

Στο δίαυλο καρτέρι στο σχίνο ένα δάκρυ,
Στ’ ακραία στα μοιραία εσύ Θαλασσινέ,
Στο λογισμό σου τρέχω χαρές μικρές να ψάξω.


©Kalliopi Tsouchlis 


Σταχτόνερο

Σ’ ολόλευκο σεντόνι άρπα γαλάζια στρώνω,
Σ’ αγκάθι ριζώνω κοφτερό κάθε που το πλαγιάζω,
Βαρύ το στέμμα σου ψυχή καλάδα πυρωμένη.

Στάσου μαντάτο να του πας στα ξένα που σαλεύει,
Στο Γραίγο θα σε τάξω θερμέ σταυραϊτέ μου,
Στην κρύπτη ουρανέ σε ραίνω με λουλούδια.

Ο πρίνος στα μαλλιά λευκά καρνάγια σκουλαρίκια,
Στη λήθη ρίχνω πετονιά στο χάραμα φιλί,
Αμίαντο ψαθούρι θα 'ρθω να ξομολογηθώ.


©Kalliopi Tsouchlis 


Αστάρτης γιος

Άσπιλο παιδί εσύ θαλασσινό καντήλι, 
Λάδι καυτό η λύτρωση σε κρύσταλλο ποτήρι,
Μια στάλα σπαραγμός μαύρο σινιάλο ο διωγμός.

Καμάκωσες αγάπη τυλίχτηκες μ' αλάρμη,
Σωτήρας μέγας χωρισμός η στράτα σου απόψε,
Σοκάκι δυο κουπιά μια λαγουδέρα αποσταμένη.

Πόνος βουβός το δάκρυ χτυπάει τα δυο τα βίντζια,
Σε μια γωνιά στη κουπαστή θρηνεί για το κακό,
Υπέκυψες στο τραύμα της συντριβής σου δράμα.


©Kalliopi Tsouchlis


Μια Λασκαρίνα Θάλασσα

Λεπίδι κόρη θάλασσα λευκό περήφανο σκαρί,
Γέννημα σκληροτράχηλο φλέβα παρθένα μητρική,
Σε βάθος αλησμόνητο κολύμπησε τη νιότη.

Στουπιά κουφάρια κόκαλα ακούμπησαν πικρή στεριά,
Της μοίρας στερνοπούλι μ' αδάμαστη ψυχή,
Ζωνάρι μαύρο το θεριό γερό σπαθί κρατάει.

Στο δάκρυ σαλινόμετρο στα χείλη χίλια μέτωπα,
Όρτσα τη μάσκα στο ντεληβοριά χαλίκι στο νοτιά,
Μονάκριβο μου περιστέρι ανέγγιχτο μου βιός.


©Kalliopi Tsouchlis


Θαλασσινό μπουρίνι

Άγγελε χειμωνανθέ, της χωρισιάς ξερόφυλλο,
Άμοιρη φλόγα ο καημός, γέρνει για να μ’ αγγίξει,
Στα πέρατα αρμενίζω, χορταίνω τη φθορά.

Ανάσταση η σταλιά, αχόρταγο, πικρό φαρμάκι,
Αδύναμο δελφινοκόριτσο, την αγκαλιά τυλίγω,
Στα χείλη σβήνω τη λαχτάρα, στα πέλαγα, δροσιά.

Μισό κορμί η φωνή, σπασμένες οι καρδιές,
Ξεχνάω τις πνοές, στης σκέψης το φυλλάδιο,
Τη βροχή κρατώ και τα μπουρίνια μου, μετρώ.

©Kalliopi Tsouchlis 


Η ανάσα μου εν πλω

Σωπαίνει η εισπνοή μου, όταν μιλάς,
Τα μάτια κλείνω, τον αγέρα, αφουγκράζομαι,
Στέκω και γεύομαι, τ’ αλάτι που πρύμα, σέρνεις.

Στην ποθητή σου αύρα, δειλιάζω ν’ απαντήσω,
Ατίθασο δρομολόγιο, στης ψυχής μου, το φεγγίτη,
Βρεγμένο ρούχο η θάλασσα, χορεύει στο κορμί σου.

Της ζωής μου τ’ άγραφα, η χειραποσκευή σου,
Περίπολος Αγγέλων, στο φανάρι τ’ ουρανού,
Στου κόσμου τα δεινά, τολμάω τα αφόρητα.


©Kalliopi Tsouchlis


Φήμη στη σκιά

Κι αν δεν υπήρξες απόψε σ’ ονειρεύτηκα,
αναρωτιέμαι μήπως;
Σ’ αφήνω εδώ μονάχη τροχοπέδη

Τυλίγεσαι σ’ απόγειο ιστό,
γιατί;
Άραγε θα μάθω;

Μα κι αν δεν ζήσω τίποτα,
αρκεί,
για να θυμάμαι εσένα στο φεγγίτη


©Kalliopi Tsouchlis 


Της μοίρας στερνοπαίδι

Στα πέλαγα ξεστράτισα για σένα στεναγμέ,
Στιγμή δε σε φοβήθηκα μήτε και πήρα δάκρυ,
Αμίαντο αμόλυντο σκαρί τη λαίλαπα παλεύει.

Σάστισε μες τη δίνη γυρεύει ανακωχή,
Της θύελλας δραπέτης μικρή θαλάσσης κόρη,
Κακόηχος στρυφνός συρμός ομίχλη προμηνύει.

Λευκή σκυτάλη άλκιμη στον άνεμο βουρλίζεται, 
Σαλπάρει η νύχτα το κορμί και η σιωπή το βλέμμα, 
Για σένα απόψε Άγγελε αγγίζω τη σελήνη.


©Kalliopi Tsouchlis


Εν τω μέσω της νυκτός

Λευκό μου στερνοπούλι της λήθης στεναγμέ,
Σε νιώθω στον παλμό στα βράχια ακροπατώ,
Σε θάλασσα Αρκτική κοπιάζει το βαρόμετρο.

Το ρεύμα το αμέθυστο ζυγώνει στην καρίνα,
Μια φρεσκαδούρα προχωρά μιλιά δε ξεστομίζει,
Ο λέβητας στο πλήγμα εγκάρσια κοψιά.

Επίσαλος σφοδρός το κάσσαρο στουμπίζει,
Σκοτάδι μαύρο βρωμερό ξερνά η τσιμινιέρα,
Σκαντάγιο στα νερά μέχρι να δω στεριά.


©Kalliopi Tsouchlis 


Θυέλλης στίγμα

Θαλάμι στην καρδιά τα μάτια σου καργάρω,
Φωνή μες τον ορίζοντα να στρέψει το τιμόνι,
Τη θύμηση νετάρω στη χωρισιά βελόνι.

Μαρνέρου νιότη μητρική την καταχνιά ξεκάνει,
Αντενοκάταρτο σμιλεύει ετούτη τη νυχτιά,
Φερμάρει το κουράγιο στη λάμπα της θυέλλης.

Καραβοφάναρο δυο μαύρα μάτια με κυκλώνουν,
Γράμμα ψυχής στη μοναξιά μες το καλούπι θάφτηκε,
Στο μίλι και στο στίγμα σ’ ορίζω φεγγαρόφως.


©Kalliopi Tsouchlis


Αστερισμός της λύρας

Τυραννία τ’ αδειανό μου σπίτι έρημος γιαλός,
Φουγάρο κάβος κι άγκυρα στη δέσμη αναρριχώνται,
Εξόριστη λευκή ψυχή θυμίζει το ακρόπρωρο.

Εκεί στη δύση που πλανάσαι ουράνιο τόξο να θυμάσαι,
Στου κόσμου όλα τα μήκη κοιτάζω μια κουκκίδα,
Χρυσάνθεμα ασήμωσες απόψε τη Μεσόγειο.

Τ’ αστέρια μου γκρεμίζω στολίζω τα κοράλλια,
Έσβησε η μέρα ουρανέ κλείδωσα τη καντέρα,
Βέγα σ’ ονομάζω αστερισμέ της λύρας μου λαμπρέ.


©Kalliopi Tsouchlis


Ένα πέλαγος Ελλάδα

Χαράματα στο ντόκο και η καρδιά κουρσεύει,
Τα δυο μου μάτια πέλαγα, στην πρύμνη αγναντεύω,
Μονολογώ στα ρέλια, τώρα που πιάσαμε λιμάνι.

Τη γαλανόλευκη υψώνω, στον άνεμο λικνίζεται,
Γαλάζιο τ’ ουρανού το χρώμα, που το σταυρό αγγίζει,
Στέκω και την κοιτάζω, ατίθαση, περήφανη Ελλάδα.

Αγκαλιά μου γαλανή, σου μιλάω και δακρύζω,
Γέμισε η χούφτα μου αλάτι, στα νύχια ποτισμένο,
Τα σύννεφα μου Άγγελοι, περνούν και τραγουδούν.


©Kalliopi Tsouchlis


Καλή Ελπίδα

Μαυράδι καταγάλανο, σώσε με στ’ ανοιχτά,
Στο φινιστρίνι στέκω, αγγίζω τη σελήνη,
Στροφαλοφόρος άξονας, τ’ όνειρο απόψε,

Δανείζω στον απόπλου, το βήμα της προπέλας,
Χάνει η πυξίδα το βορρά, θαμώνας του Νοτιά,
Εντός μου θέτω ψαλιδιά, σ’ ορίζω φυλαχτάρι.

Σκληρός ανήφορος μου γνέφει, ακτογραμμή,
Στη νιότη σου αϊτέ, θα ράψω καραβόπανο,
Τη θέρμη λησμονώ, λάδι που στο καντήλι, καίει.


©Kalliopi Tsouchlis


Ενάλιος δεσμός

Απαστράπτουσα πορεία χάραξες, χάρτης μελωδικός,
Ακλόνητο τιμόνι κράτησες, έναντι του καιρού,
Ευοίωνη ίριδα εσύ, εφησυχάζεις τον αέρα.

Στο άλμπουρο υψώνεις τη φωνή, στον ουρανό δοξάρι,
Ανάστημα μεγαλειώδες, μια συγχορδία αρμονική,
Αδάμαστη ψυχή, ο γλάρος λευκός, ατίθασος.

Μονάκριβα τα λόγια σου, ελπιδοφόρο τ’ αύριο,
Χαμόγελο του κόσμου, δακρύζει ο βυθός,
Σ’ απόφθεγμα ζωής, εναγκαλίζεται η αγάπη.


©Kalliopi Tsouchlis


Καλή πατρίδα

Σαν πόλη αφήνομαι, κάθε που μπαρκάρεις,
Στίγμα στο στίγμα, στη μπάντα, να κοιτάζεις,
Κόμπος ο χωρισμός, μαύρο θαλασσοπούλι.

Κρύβω το δάκρυ στο φιλί, μετράω τις σιωπές,
Στα δάχτυλα τυλίγω τη στοργή, δέξου το φυλαχτό,
Μαχαίρι ακονισμένο, η λαμαρίνα εμπόδιο.

Άλμπουρο σου κι απόψε, η ψυχή μου,
Κρύψου, στη ζωή μου καρτερώ, να κλάψω μόνη,
Άχτι στ’ αποχωρισμού τη στάχτη, η ανάσα.


©Kalliopi Tsouchlis



Δακρυσμένο μου ρεμέντζο

Σ’ ένα ρεμέντζο πάνω, θόλωσε η τόλμη,
Βίρα στον κάβο απόψε, χάθηκε το βολάν,
Σαν ήρθε και τινάχτηκε, σαν το στουπί με πέταξε.

Αλάργα να σωθούμε, απ’ τη θανή ετούτη,
Της πρύμης τα δεινά, τα λέω και δακρύζω,
Το βλέμμα ήρθα και σήκωσα, ολόρθοι ήταν όλοι.

Γεμάτο οχτάρι, τρέμω, μη δώσει και ξεσύρει,
Κατάπια τη μιλιά κι έκαμα το σταυρό μου,
Το δάκρυ μου ξαπόστασα, σε μιαν ανέμη πάνω.


©Kalliopi Tsouchlis 


Αλμύρα μάνα

Σαν σε κοιτώ, το στίχο εναρμονίζω,
Τα κάτεργα λυγίζουν, απ’ το δικό σου βάλσαμο,
Δεν είσαι δώρο θείο, μήτε και σκόνη αστρική.

Άξαφνο φανάρι εσύ, στης ζήσης τον κυκλώνα,
Ανεξίτηλο το φως σου, γαλάζια κόρη τ’ αργαλειού,
Λευκό μαντήλι ατενίζει, αντάμα στο μουράγιο.

Στον ήλιο σου Κυρά, σταλάζουν οι κομήτες,
Τ’ απόβραδο να γείρω, στη μεταξένια χάντρα,
Γοργοφτέρουγε Βοριά, που Θάλασσα σε λεν.


©Kalliopi Tsouchlis 


Πλεύσιμη αγάπη

Αγάπησα το παγωμένο ίχνος, των χειλιών σου,
Τα λόγια σου θυμίζουν χθες, σε λήθη αυριανή,
Η μοναξιά μας στάζει δάκρυ, σ' υπήνεμη πλευρά.

Αόρατη η αποψινή πνοή, σ' αιτία παρελθόν,
Φθαρμένο εισιτήριο, στο διάβα του καιρού,
Ανεκπλήρωτο έρωτα, μυρίζει η βραδιά.

Ο γυρισμός, σαλπάρει το σκαρί μου,
Κάθε ξημέρωμα, μοιράζομαι τ' ανώδυνα,
Σαν βραδιάσει, να θυμάσαι, σ' αγαπώ.


©Kalliopi Tsouchlis 


Επτά βραχείς

Καταμεσής στα πέλαγα, ταξίδεψε η ευχή μου, 
Άναψα τα φώτα όλα, έριξα την αυλαία, 
Στη κόντρα γέφυρα, τα μάτια ολοκαύτωμα.

Η ζωή μου σε τραγούδι, μαρμαρωμένο το φεγγάρι, 
Πισώπλατα τ' απόνερα, λευκή γραμμή περνάει, 
Στα πρωινά του κόσμου, κόκκινη βροχή ανθίζει. 

Μες την ομίχλη, μ' αγγίζω, μ' αντικρίζω, 
Στο σύρμα πάνω, το παραμύθι γράφτηκε, 
Ξεγέλασα το κύμα, σε μακρινό του συριγμού, φιλί.


©Kalliopi Tsouchlis


Απόγειο

Τα όνειρα αναπαύονται, σε πειθαρχία αισθήσεων,
Σε όρμο αφυπνίζονται, κάτω από τη βροχή λικνίζονται,
Εντάσεις ρυθμικές, σ’ αραχνοΰφαντες επιθυμίες.

Γυαλί που θρυμματίζεται η σιωπή, σε διάλογο κυμάτων,
Διαβρωμένο μέταλλο, σε πλεύση αθωότητας,
Χιλιάδες μίλια, στο χάρτη χαραγμένα, μ’ ελπίδα κεντημένα.

Αστρικό μου σπλάχνο, σ’ αγγίζω, στη νηνεμία των καιρών,
Σμίγουν οι ωκεανοί, σε σπίθα κρυσταλλογραφίας,
Δίαυλος τα μελισσιά σου μάτια, σε μήνα σεληνιακό.


©Kalliopi Tsouchlis


Πιρόγα 

Θερμός διαβάτης, ανεξίτηλος, στου χρόνου τη φθορά,
Θαλασσινή λεωφόρος, σε κάθοδο, απροσπέλαστη,
Αναίτια κι αν αποδράσει, θα επιστρέψει πάλι.

Όλες του κόσμου οι χάρες, στην άπνοια γυμνώθηκαν,
Ελπίδας οξυγόνο φόρεσαν, τις ταραχές της πάλεψαν,
Παρθενικός παράδρομος, το μυροβόλο ύδωρ.

Σ' ένα μεταίχμιο, κείτονται τ’ ανείπωτα,
Τραγωδοί και θεατές, στο σκαρί και στο στουπί,
Σε μιαν αυλαία θάλασσα, μια στάλα ευσπλαχνίας.


©Kalliopi Tsouchlis

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

 


Κυρά του Βοσπόρου


Του πηγαιμού είν' οι μέρες μας ατίμητες.
- Τόσα πολλά 'ναι ανάμεσά μας. -
Οι βάρδιες μοναχά μένουν ακοίμητες,
να μην πνιγούμε, στα όνειρά μας.

Κι αν ο βυθός σου λέει "κατάπλωρα"
την θελκτική φωνή να μην ακούσεις.
Τον ήχο ν' αποτρέψεις κείνο ανάπλωρα
και την καμπάνα τρεις να κρούσεις:

"Αγέρωχη Λεβέντισσα και κόρη τ’ Αρχαγγέλου,
που μάτωσαν την Χάρη σου με την ριπή του βέλου,
κοράκια μαύρα σκυθρωπά σου χάραξαν τη σάρκα,
κι έφυγαν τα βλαστάρια σου με πληγωμένη βάρκα.

Τα μάτια τους τ’ αλλόθρησκα ξερίζωσαν τα σπλάχνα,
θανή κι οδύνη βούρκωσαν κι άνθρωποι δίχως άχνα.
Λεβέντες γέννησες Κυρά και Κόρες αντρειωμένες,
ατίθασες κι ατσάλινες, στην πλάση ξακουσμένες.

Σου νόθευσαν το όνομα με των παιδιών το αίμα,
μα ο Ρωμιός πάντα κοιτά με αντρειωμένο βλέμμα.
Στέκεις λαμπρή και ξακουστή στολίδι του Βοσπόρου.
Δακρύζουν τα ναυτάκια σου στα ρέλια ποντοπόρου.

Στην πρύμνη η Σημαία μας και στην καρδιά η κόψη,
για του Βοσπόρου την Κυρά μ’ Ελληνική την όψη,
για σένα! Βασιλεύουσα θα ζω και θα θυμάμαι,
αντάμα με τ’ αδέρφια μου πάντα θα σε τιμάμε".


©Kalliopi Tsouchlis


Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

 

Τελειωμός


Στερνά με αποχαιρέτισες μ' ένα ψυχρό φιλί 
κι έπειτα, παραμείναμε για πάντα σιωπηλοί.  
Μόνο: "τα χρόνια του έρωτα, μας πήγανε χαμένα".
Κι απάντησα, τι σου 'δωσα και τι πήρα από σένα.


Θυμάμαι, χρόνια αργότερα, πώς ήταν οι βραδιές -
σαν κείνες τις μοναχικές και θλιβερές σκιές,
που δεν ευτύχισαν χαρά κι ένα από γέλιο δάκρυ.
Που πόθο δεν χαρήκανε 'δώ, στων φιλιών την άκρη.


Χρόνια μετά και σκέφτομαι πού να 'σαι, πώς περνάς
και ποια ψυχή στην άβυσσο τώρα θα τυραννάς. 
Θυμάμαι, όσα ειπώθηκαν και τ' άλλα που δεν είπες,
κι εμέ, να σ' αποχαιρετώ με αντάλλαγμα τις λύπες.



©Kalliopi Tsouchlis


Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

 

Πορτολάνα


Δυο θύμησες που 'χω για σε, σ' τις έχω στη Gazetta,
για φυλαχτό σου κράτα τες στην αδειανή κουκέτα.
Πριν διπλαρώσει ο Θάνατος και στον ιστό προβάρει
τ' άτυχο τούτο σώμα μου και θέλει να το πάρει


βάλε το σκούρο το σκουτί κι έλα στο μόλο κάτου, 
για ν' αντικρίσεις καταγής το χρώμα του θανάτου. 
Μια ματισιά σου κάνε μου με τον σταυρό μεγάλο, 
και στρώση πέρνα το κορμί μοράβια, για σινιάλο. 


Μες σε θαλάμια κρύψε με και σε σπηλιές του πόντου
κι όπου χρωστήρας, πάλεψε με τον καμβά του φόντου.
Στη μάσκα να 'χεις ζωγραφιά για να μπορείς να βλέπεις,
για να μπορείς τον θάνατο για μένα ν' αποτρέπεις.


Καιρό που αγγίζω το βυθό στα κάτου της θαλάσσης,
μ' αν δε με βρεις στα βάθη της, σε θέλω να ξεχάσεις.
Με απανεμιά και κίνησα για το στερνό τιμόνι,
κι όπου τ΄ απάγκιο μ' ήθελε και το νερό στρεβλώνει.


Ισοβαθής στους χάρτες μου φαντάζει κι ο κουμπάσος,
καιρός στ' αξάφνου σάλεψε και το κουβούσι - ο άσσος.
Τη μέντα που μου φύτεψες την ζήλεψε η Μαρέα.
Πόσες στα ρέλια δες σκιές που προμηνούν τ' ακραία!


Η λαμαρίνα τσάκισε κι ό,τι από της προπέλας,
όπως και τότε, που έλαχε στο βορινό το Σέλας.
Τώρα μετράς κατάπλωρα τα μήκη και τα πλάτη,
κι αναλογίζεσαι - μου λες - πως θα με φάει τ' αλάτι. 

 
 Με το διγόφι μάζεψε του κόσμου τα κοχύλια,
για τον λαιμό μου· σαν φιλάς τα νεκρικά μου χείλια
μ' αλάρμη, ραίνε μου ευανθούς και μύρα της θαλάσσης,
να με αγαπήσουν οι ουρανοί και οι Άγγελοι της πλάσης.


©Kalliopi Tsouchlis


Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

 

Ελπίδα


Από την παιδική της ηλικία, όπως κι όπου έβρισκε τον τρόπο, έγραφε για την ελπίδα της ζωής της.. Αμέτρητα χειρόγραφα, πλημμύριζαν τη ντουλάπα στο δωμάτιο της… και οπουδήποτε αλλού, μέσα στο σπίτι, ανακάλυπτε χώρο για να τα αποθηκεύσει και να μην τα δει ποτέ κανείς…

Έγραφε και δάκρυζε συνέχεια, κλειδωμένη στο υπνοδωμάτιο της… Εκεί ήταν ο βυθός της, γονατιστή στον πυθμένα, ταξίδευε με τη σκέψη της και την δική της πένα… Παρότι , παιδική, σάρωνε μυαλά, ψυχές και κόσμους… Μαύρα πελάγη ξόρκιζε, το κοφτερό της βλέμμα…

Πάντοτε, ξάγρυπνη, ξενυχτούσε τις θάλασσες που διάλεγε εκείνη… Και, για προίκα στο τολμηρό ταξίδι, μαύροι κύκλοι ,που κύκλωναν τα μάτια της, σαν πύρινα δίχτυα… Δεν άφηνε κανέναν, να χτυπήσει την πόρτα του κόσμου, του δικού της…

Δεν χωρούσε κανείς μέσα σ’ αυτό, παρά μόνο εκείνη… Αν ο χώρος γέμιζε, εκείνη θα χανόταν και μαζί της, θα εξαφανιζόταν και η λαχτάρα για την αναζήτηση της ελπίδας… Έτσι ,χάραξε πορεία με τη μοναξιά και  τη ταραχή του ωκεανού…

Έφτασε με το μυαλό της, εκεί που δεν έπρεπε… Ήταν νέα κι όμορφη, γεμάτη απαισιοδοξία και άγχος, να βρει το άνθος, ανάμεσα στις στάχτες… Έσκαβε μέσα της, τρύπωνε εδώ κι εκεί… Ακόμα κι αν δεν έβρισκε κάτι, αυτό ,την πείσμωνε ακόμα περισσότερο…

Τα παιδικά της χρόνια πέρασαν κάπως έτσι… Μέχρι που, το κορίτσι ενηλικιώθηκε, αμέσως επέλεξε να φύγει μακριά… Στην πόλη που τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ… Εκεί που όσο μόνη κι ήταν, θα είχε για συντροφιά τα φωτισμένα πάρκα και τις λαμπερές λεωφόρους…

Το Παρίσι, σαν να γαλήνεψε την κομματιασμένη φλέβα της… Άρχισε, να ενώνει ένα-ένα, τα κομμάτια του δικού της πάζλ… Που για χρόνια ήταν πεταμένα… από ‘δω κι από ‘κει… Για λίγο κόπασε η μπόρα του εσωτερικού πολέμου , που βίωνε… Άρχισε να ταξιδεύει, σε κοντινές περιοχές…

Γνώριζε ανθρώπους… και ναι, πλέον ήταν η πρώτη φορά , που αν… και μιλούσε σε αγνώστους, ο λόγος της αποκτούσε σάρκα και οστά… Ένιωθε πως  είναι να μιλάς και να σ’ ακούν με καρδιά… με ψυχή…

Εμπιστοσύνη το έλεγε… Κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτήν… Συναίσθημα, που δεν είχε βιώσει ποτέ ξανά… και με κανέναν… Το παροπλισμένο σκαρί, άρχισε να γεννιέται, ξανά μέσα από τη διάβρωση που για καιρούς, έσκιζε τα σωθικά του…

Κάθε μέρα της… είχε χρώματα πλέον… ζωηρά και λαμπερά… Άφησε πίσω τη μονοτονία και την ωχρότητα… Μέχρι, που ένα βράδυ του φθινοπώρου, καθώς έβρεχε ασταμάτητα… Αναγκάστηκε να αφήσει πίσω την καθιερωμένη βόλτα στης νύχτας τα σοκάκια…

Πήρε την πένα και το χρυσό της πάπυρο… κι άρχισε να γράφει… Κάποια στιγμή , το φώτα έσβησαν… Στιγμιαία ένιωσε, πως το σκοτάδι τη ζυγώνει πάλι… Έτρεξε στην πόρτα, τρομοκρατημένη, άνοιξε και βγήκε στο δρόμο…

Ταξίδευε μέσα στη βροχή για ώρες, το ξημέρωμα τη βρήκε, στη λεωφόρο της περιοχής… Και όλα τα φανάρια, αναμμένα πράσινα…

Ήταν η στιγμή, που είχαν πέσει τίτλοι τέλους για το σκοτάδι… Η Ελπίδα της γεννήθηκε στου δρόμου την αλάνα… Χαμογέλασε… Και παρότι, εξαντλημένη από τον τρόμο που την έλουζε όλη νύχτα, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε…

Έφτασε σπίτι και ακούμπησε τις  παλάμες  της, στο υγρό τζάμι…

Με το ένα χέρι, επέστρεψε στο Χάρο το σκοτάδι και με το άλλο άγγιξε την Ελπίδα από τη Ζωή της !!!


©Kalliopi Tsouchlis