Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

 

Κατενώπιον


Δεν υπάρχει Εφιάλτης πια, μ’ ακούς; Σου μιλάω, άκουσε με… Δεν υφίσταται καν σαν παρουσία, δεν έχει φωνή, δεν έχει χέρια να σ’ αγγίξει… Είναι ανίκανος, στέκει απλά και σε κοιτάζει, ανήμπορος να σου κάνει κακό… Γι’ αυτό προτίμησε, να παίξει ύπουλα, με τους ιστούς, του νου σου…

Μην του επιτρέψεις να βουρκώνει άλλο, της καρδιάς τα πέταλα… Είναι δικό σου το λουλούδι, που ανθίζει εντός σου… Κι αν ακόμα δακρύσει, να φροντίσεις να δακρύζει τη χαρά και την απέραντη αγάπη… Φόβος μετά πόνου, δεν έχει θέση, σ’ εκείνη την ψυχή…

Σκοτώνει ο τρόμος, μ’ ακούς; Μην με κοιτάς, σκούπισε τα δάκρυα, άνοιξε την πόρτα και βγες έξω… Κοίταξε τον ουρανό, χαμογέλα και κάνε ένα βήμα, στη λεωφόρο… Μην διστάζεις, τα φανάρια απόψε, είναι πράσινα, σηματοδοτούν το μέλλον και την ταφή εκείνης, της χρόνιας ουλής…

Μονάχα τούτο θα σου πω, κάθε πόρτα που κλείνει, είναι υπέρβαρη, από δάκρυα ποτάμια… Εκείνοι οι τοίχοι, οι κάτασπροι και παγωμένοι, που πάσχουν από υγρασία, τα βράδια του χειμώνα, υποφέρουν… Δεν είν’ υγρασία, εκείνες οι σταγόνες, παρά το γοερό κλάμα, των μυστικών που κρύβουν μέσα τους…

Κάσα παλιάς πόρτας θυμίζει κι η ζωή σου, κουρασμένη από τους καιρούς, καταραμένη από την αισχρότητα... Ανήθικοι ερασιτέχνες συναισθημάτων, εισέβαλαν στη σκέπη σου… Λήστεψαν την πνοή κι εν τέλει, εξόντωσαν και το ψυχρό κουφάρι…

Πάψε να κρύβεσαι, στην κλειδαρότρυπα… Είναι ανέφικτο, αυτό που προσπαθείς να κάνεις… Δεν χωράνε τόσα, εκεί μέσα… Μην προσπαθείς, είναι μάταιος κόπος… Δώρισε στις μέρες χρώμα, δώσε και τις πνοές σου… Έχεις τόσα αποθέματα, ψάξε…

Άφησες ένα χαμόγελο, στο παρακαταθηκών συμβόλαιο, πίκρας κι ευτέλειας… Κάτι το οποίο, δεν υπέγραψες μήτε και θεώρησες… Άδραξε το χρόνο, άλλαξε και της ζωής σου την πορεία…

Να θυμάσαι…

Ο ουρανός, χρήζει ανάγκης αστεριών, φρόντισε να λάμπεις…


©Kalliopi Tsouchlis