Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

 

Μεσόγειος αγάπη


Γνωρίστηκαν ξαφνικά, ένα βροχερό απόγευμα, τόσο αναπάντεχα… Ο ένας, χτύπησε την πόρτα της καρδιάς και της ζωής, του άλλου… Κι οι πόρτες, άνοιξαν διάπλατα.

Οι απαγορευτικές πινακίδες, τα πρέπει και τα μη, τα όχι και τα λάθη, μπήκαν κάτω από το χαλί, του έρωτα… Δύσκολος δρόμος, κακοτράχαλος, γεμάτος λακκούβες, μα εκείνοι, δεμένοι κι αγκαλιασμένοι σ’ έναν κάβο, που τον έλεγαν Αγάπη.

Τι κι αν τους χώριζαν τα μίλια… Μετονόμασαν την απόσταση, σε χάδι αιωρούμενο και τις μοναχικές νύχτες, σ’ ελπιδοφόρες αγκαλιές.

Πονούσαν κι οι δυο, μάτωναν σιωπηλά… Έμοιαζαν τόσο πολύ, ήταν τόσο ίδιοι, κόντρα στους καιρούς, κόντρα και στους κόσμους… Πορεύτηκαν χωριστά, μέχρι την μέρα που γνωρίστηκαν, είχαν όμως, κοινό προορισμό.

Δεν συζήτησαν ποτέ για το μέλλον, προσπάθησαν να ζήσουν τις στιγμές, που τους χρωστούσε η ζωή… Κάποια στιγμή, εκμηδενίστηκε η απόσταση… Έκαναν το δάκρυ γέλιο και την απώλεια, συντροφιά… Συναντήθηκαν ένα παγωμένο Σάββατο, του Φλεβάρη.

Όπως τη μέρα που τους ένωσε η ζωή, από μακριά… Αγαπούσαν τη βροχή τόσο πολύ, λάτρευαν τη μελαγχολική νότα τ’ ουρανού, καθώς έσταζε λευκά σμαράγδια…Η ίδια τους η συνάντηση, πέρασε πάνω από πύρινα εμπόδια, η λάβα της φωτιάς, τους άγγιξε, δίχως να τους κάψει.

Ήταν ανένδοτοι και οι δύο κι έτσι τα κατάφεραν… Όταν αντάμωσε ο ένας τον άλλον, επικράτησε σιωπή… Τα λόγια έπεσαν από τις τσέπες, σαν κέρματα κι απλώθηκαν μπροστά τους, στα πέταλα των λουλουδιών…Δεν είχαν τίποτα να πουν, χάθηκε η θέληση της φωνής.

Ακουγόταν οι κτύποι της καρδιάς, η καυτή ανάσα της ψυχής κι η αγάπη, που σφράγιζε στο φιλί…Όταν συνειδητοποίησαν, πως είναι μαζί κι αγγίζουν ο ένας τον άλλον, μίλησαν, εξωτερίκευσαν ό,τι θαμμένο υπήρχε, μες στα σπλάχνα τους.

Ήταν τόσο ήρεμοι κι οι δυο, ένα αξιοζήλευτο δίδυμο, απαράμιλλης σχέσης… Ενωμένοι με τους τέσσερις ορίζοντες, ταξίδευαν με λευκά πανιά της μοίρας…Οι δείκτες του ρολογιού, δεν ήταν με το μέρος τους… Περνούσε η ώρα και χανόταν, σαν τ’ απόνερα του καραβιού, φευγαλέα.

Ήταν εκεί, τον κοίταζε κι αναρωτιόταν, αν ήταν αλήθεια, όλο αυτό… Ένιωθε πως περπατάει, ανάμεσα στα σύννεφα, χαράζοντας στον ουρανό, τ’ όνομα του…Η φωνή του, δάμαζε την ψυχή της κι απέβαλλε κάθε φόβο, τρόμο και λυγμό… Κάποια στιγμή, το ρολόι τερμάτισε, ήρθε η ώρα του αποχωρισμού.

Γάντζωσαν όση δύναμη κι αν είχαν εντός τους και στάθηκαν όρθιοι… Δεν μιλούσαν πάλι, βουβός πόνος γέμιζε το δωμάτιο…Δυο κουφάρια πληγωμένα, φλέβες αιμορραγούσαν κι η σάρκα τους, κατάπινε το αίμα, μην ξεμυτίσει σταγόνα εκτός.

Φρικτή δύναμη ψυχής, αγκαλιάστηκαν, γνωρίζοντας πως το ταξίδι τους, μόλις είχε αρχίσει… Για λίγο, θα άλλαζαν τις πορείες τους, μέχρι το στίγμα, να τους ένωνε ξανά.

Μπήκαν κι οι δυο σ’ ένα ταξί, ένας κίνησε για το λιμάνι κι άλλος για το αεροδρόμιο, στα μισά της λεωφόρου χωρίστηκαν μ’ ένα φιλί, γεμάτο υποσχέσεις και ενταφιασμό συναισθημάτων.

Ανάμεσα τους, ένα αεροπλάνο κι ένα σκαρί, η θάλασσα τους ένωσε, ο ουρανός τους χώριζε… Οι μέρες που ακολούθησαν, ήταν τόσο δύσκολες… Πνίγηκαν σ’ αυτά που ένιωθαν, γεννήθηκε η τραγική αμφιβολία, η οποία σκοτώνει.

Επανήλθε η αρχική σιωπή, όμως εκείνοι, μιλούν με την καρδιά, όπως έκαναν πάντα… Γνωρίζουν κι οι δύο, πως όταν καλπάσει η μπόρα των ψυχών τους, θ’ ανταμωθούν.

Και κάπως έτσι, σ’ ένα μικρό φύλλο χαρτί, που αγκίστρωσε στο φυλλοκάρδι της, του έγραψε,

Μαζί γράψαμε τον πρόλογο, μαζί θα γράψουμε και τον επίλογο,

Αγαπώντας σε, περιμένω να γυρίσεις…


©Kalliopi Tsouchlis