Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017


Στο φτερό της Αλισάχνης


Σήμερα, για να γράψω...ήρθα να σε βρω, ήθελα να σε βλέπω κατάματα, τώρα που τα φώτα της πόλης, θ' αρχίσουν να σβήνουν και το μόνο που θα μείνει...θα 'ναι η λάμψη η δική σου, με όσο φωτισμό, τονίζει την απεραντοσύνη σου...

Στέκομαι και σε κοιτάζω, γονατίζω να σ' ακούσω κι όσο...με κοιτάζεις...τόσο με μαγεύεις!!!

Πόσο κλισέ ακούγεται, μα είναι δυνατόν;;

Η δύναμη σου λυγίζει σίδερα, τσακίζει λαμαρίνες...πως να της γλίτωνε, ανθρώπινος νους και ζωντανές καρδιές...

Ξελογιάζεις, όποιον σε διαβάζει...μεθάει εκείνος που θα σε κοιτάξει...καθώς μυρίζει το άρωμα, που αναβλύζει ο βυθός σου....

Η κρούστα από το αλάτι σου, μπορεί να φεύγει με το γλυκό νερό, μα η γεύση σου...μαγεύει τα κορμιά...

Ποιος εκείνος, που θα αντισταθεί στην αύρα και το χάδι σου...Κανείς...ποτέ...δεν θα καταφέρει, να σ' αγκαλιάσει...

Παρά μόνο, να σε γευτεί για λίγο...και να καρδιοχτυπήσει από την κρυστάλλινη αγκαλιά, της στιγμής...

Μοναχικοί, οι ακροβάτες...που τόλμησαν, να χορέψουν στα πλήκτρα σου....και στο στερνό ταξίδι τους, ψέλλιζαν...τ' όνομα σου....

Στοιχειώνεις...ψυχές, ζωές και σώματα!


©Kalliopi Tsouchlis



Το μπρούσκο της ψυχής σου...


Εκατόφυλλα και μοίρες, έπλασαν σε , μια νύχτα του Δεκέμβρη…και μια μάνα, να πονάει μέχρι να σε δει και να σ’ αγκαλιάσει για πρώτη φορά… Έμελλε να σε γνωρίσω, να σε δω και να λάμψει ο φάρος της καρδιάς μου… Ακύρωσες και περιθωριοποίησες το γκρι που φυτοζωούσε μέσα μου…

Εκείνο το τρομακτικό χρώμα, που ματώνει ψυχές και σώματα, προσπαθώντας να σπάσει το νήμα της ζωής… μέχρι που, την έσχατη στιγμή του αποχωρισμού, μπαίνει μπροστά το θαλασσί της θάλασσας μαζί με το λευκό που παίρνει από τα σύννεφα του ουρανού.. και σαν κέντημα πλασμένα , δένουν ξανά το όνειρο…

Ένα νήμα χιλιομπαλωμένο, γεμάτο πληγές και τη φθορά του χρόνου εμφανή, σαν το πρόσωπο ενός γέρου θερμαστή… Ταλαιπωρημένο, ποτισμένο με αλάτι… και πόνο, από την απουσία του αστεριού… Εκείνο, το λαμπερό φως που τρεμοσβήνει, μέχρι ν’ ανάψει πάλι και να μαγέψει τον κόσμο όλο…

Κι όμως, η ευτυχία της κουβέντας και η ζεστασιά της αγκαλιάς, σαν ροδοπέταλα τυλίγουν το κορμί μου… Αφήνομαι στο βαθύ κόκκινο από το τριαντάφυλλο, που μου δωρίζεις και μεθάω από την υπέροχη μυρωδιά του… Σαν ένα φρούτο εξωτικό, που φαντάζει όνειρο βλέποντας το… Κάθομαι και το παρατηρώ, δίχως να το αγγίξω…

Φοβάμαι να το αγγίξω, μη σπάσει και… ματώσουν τα χέρια μου, για ακόμη μια φορά… 

Τρέμω, τον βροντερό ήχο του κρυστάλλου που σπάει, μα ακόμα περισσότερο τρομάζω, στην ιδέα και μόνο, από το ράγισμα που θα υποστεί η καρδιά μου… Σαν του βαποριού τη λαμαρίνα, εκείνο το ‘’κρακ’’ που όσο άριστα κι αν επισκευαστεί… δεν θα πάψει, να μην υπάρχει…

Ο φόβος και μόνο της συνέχειας του, θα αποτυπωθεί στο μυαλό σαν μια στάμπα… και ο εφιάλτης θα ‘ναι εκεί… και θα περιμένει στην άκρη του δρόμου, σαν τον Άρχων του τρόμου, θα παραμονεύει… Όμως αξίζει να παίξω με τις φλόγες… μου ανήκει, αυτή η ευκαιρία… και δεν θα την αφήσω να χαθεί, στα πέρατα του κόσμου…

Θα χτίσω τον κόσμο μου, ξανά από το μηδέν… κι αυτή το φορά όχι πάνω στην άμμο… Πολλές φορές, διαλύθηκε ο ψεύτικος πύργος, ένα κύμα ήταν αρκετό για να τον σαρώσει και να εξαφανιστεί, μια για πάντα… Τώρα, τα θεμέλια θα τα βάλω εγώ, όπως θέλω, ένα-ένα… Μέχρι να σταθεί επάξια, στη γη και να νιώσω σίγουρη… μα κυρίως ασφαλής…

Κι όσο θα χτίζεται ξανά ο πρώην ραγισμένος κόσμος μου, θα αναπνέω και θα ζω… μέσα από το μπρούσκο το δικό σου… Σαν το καλό κρασί, ένα κρασί που σαν αποφάσισα να το γευτώ, ένιωσα πως αναπνέω… Καρδιοχτύπησα, δάκρυσα, αναστατώθηκα… Κατάλαβα πως ακόμα είμαι ζωντανή…

Σκέφτηκα πως το ξερό κουφάρι, σαν το παροπλισμένο πλοίο , πήρε ξανά ζωή… μέσα από σένα, μέσα από την φωτιά της ανάσας σου και το βελούδινο ψιθυριστό σου χάδι… Το χάδι της μαγείας, της ζωής και της ελπίδας… Ταξίδια τα μάτια σου, στις όχθες της καρδιάς μου, πυξίδα το φιλί σου, στο πέρας του καιρού…

Λαχτάρησα ν’ αφήσω πίσω τη φουρτούνα, σαν τη βροχή που βλέπεις στο ραντάρ, να πλησιάζει… και δειλά δειλά, αλλάζεις την πορεία, να την αποφύγεις… Έτσι κι εγώ, στοχεύοντας στα μάτια σου, άφησα πίσω τη μπόρα… και στην πλώρη μου, θαυμάζω το γαλάζιο του ουρανού και τη λάμψη του ήλιου που διαλύεται μέσα στη θάλασσα και την ερωτεύεσαι, βλέποντας την…

Καρφωμένη σφαίρα στον κρόταφο, η αφή σου…


©Kalliopi Tsouchlis



Το δισκοπότηρο της ευτυχίας


Αλήθεια, υπάρχει ευτυχία και ποιος είναι εκείνος που ορίζει την έννοια της; Μήπως υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι; Έχω την εντύπωση πως μόνο ευτυχισμένες στιγμές υπάρχουν, ιδιαίτερες στιγμές, με πάθος, πόθο, τρέλα και την αδρεναλίνη στο ζενίθ της… Πόσο ψεύτικο μου ακούγεται στα αυτιά, η κλασική πέτσινη ατάκα του στυλ ‘’εμείς είμαστε ευτυχισμένοι’’, ναι ε;; Από πoια πόρτα σας ήρθε η ευτυχία, άραγε και άραξε στο λιμάνι της καρδιάς σας για πάντα; Είναι επιλεκτική άραγε, η Κυρία αυτή και πηγαίνει εκεί που θέλει και μένει μόνιμα;

Υπάρχουν τόσοι εκεί έξω, που νοσταλγούν μια μικρή δόση της, να νιώσουν πως, υπάρχουν, πως αναπνέουν, πως αξίζει να ζουν για τη στιγμή, ποτέ δεν θα πάψω να πιστεύω, πως όλα είναι θέμα μικρής διάρκειας και πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το χαμόγελο, που αναβλύζει από το βυθό της ψυχής και εξωτερικεύεται στο πρόσωπο…Εκείνη η υπέροχη, ξαφνική λάμψη σε συνδυασμό με τη μαγεία των αισθήσεων, από την αφή και τη γεύση μέχρι το άκουσμα του ψιθυρισμού πίσω από το αυτί, τη στιγμή που τα χέρια του ταξιδεύουν στο κορμί σου σαν πλήκτρα και τα χείλη του αγγίζουν το λαιμό σου...

Εκείνο το καυτό φιλί, που κρατάει για ώρα και η γεύση που αφήνει στα χείλη σου, η ένταση του μυαλού, εκείνη η τραγελαφική φούντωση που πνίγει το κορμί σου, που θέλεις να φωνάξεις, να ουρλιάξεις για να εκτονωθεί το συναίσθημα… Όμως δεν το κάνεις, γιατί απλά, η πραγματική ευτυχία δεν εκφράζεται με κραυγή…Εκφράζεται μόνο μέσα από τη σιωπή, μιλάει το συναίσθημα κι αυτό αρκεί, μιλάει η ψυχή και το κορμί, το καυτό άγγιγμα και η αφάνταστη έκρηξη όλων των αισθήσεων… Δεν υπάρχει αιωνιότητα σ’ αυτό, παρά μόνο λίγα λεπτά, ή μερικές ώρες, μέσα στη νύχτα…

Μόλις οι ακτίνες του ήλιου πάρουν τη θέση του σκότους, επιστρέφει η σκληρή πραγματικότητα, του σήμερα τι κάνω και του χτες πως ένιωσα.. Αυτομάτως, αρχίζει η νοσταλγία και η σκέψη του ‘’θέλω κι άλλο’’, ξέρεις πως εκείνο που ειπώθηκε και ένιωσες, δεν θα το νιώσεις ποτέ ξανά…Κι όσες φορές κι αν υπάρξει η ευτυχισμένη στιγμή, δεν θα είναι σαν την προηγούμενη, ίσως είναι κι αυτή η λαχταριστή ομορφιά της, ξέροντας πως η ευκαιρία και ο χρόνος δεν γυρίζουν πίσω, τίποτα από τα όμορφα δεν επιστρέφει σε σένα… Είπες, ένιωσες, άκουσες, αισθάνθηκες και ''that’s all''…

Γι αυτό λοιπόν μωρό μου, μην ζεις με αυταπάτες, κράτα τα όμορφα που έζησες, στον δικό σου το βυθό με τις άγκυρες απίκο και προχώρα παρακάτω.. Στο χέρι σου είναι να ανάψουν τα φανάρια της λεωφόρου πράσινα, να αρπάξεις από το ένα χέρι την Ελπίδα κι από το άλλο τον Τρόπο…Με τέτοιους συμμάχους, κάποιες στιγμές, θα νιώσεις τη γεύση από εκείνο το όμορφο νέκταρ μέσα στο κρυστάλλινο ποτήρι της…ευτυχίας…

Αφιερωμένο, στις στιγμές, στις ψυχές και στις αγάπες...


©Kalliopi Tsouchlis



Η φυλακή της


Κι επιτέλους ήρθε η στιγμή, που αποφάσισε να λύσει τα σχοινιά...που την είχαν κυκλώσει για χρόνια...να σπάσει τα δεσμά και να βγει από τη φυλακή της...Μια φυλακή που δίχως τη θέληση της, μπήκε μέσα κι έμεινε για αιώνες, φαντάζεται...

Κοιμόταν... και.. ξυπνούσε στο σκοτάδι, με τα μάτια της μονίμως βουρκωμένα... Η ψυχή της κουρασμένη...και το κορμί της σαν ένα κουφάρι, παραμελημένη και συνάμα τόσο κουρασμένη...

Δεν είχε χαμογελάσει μέχρι τότε, δεν πρόλαβε να ζήσει, να απολαύσει και να χαρεί... Ζούσε σύμφωνα με τις συνθήκες, που επικρατούσαν και όχι με βάση τα θέλω της... Γιατί;

Γιατί έτσι έπρεπε... Θυσιάστηκε και φυλακίστηκε, για να σωθούν άλλοι, έριξε μαύρο στην αυλαία της... δίχως να σκεφτεί το ''εγώ'' της αλλά το ''πρέπει''... Και εν τέλει...τι έπρεπε και για ποιον; Ποιος άξιζε για να το ζήσει εκείνη, όλο αυτό;

Ποιος άξιζε... για να γεμίσει τα νιάτα της πληγές, άρπαξε το πλέγμα της ζωής, νομίζοντας πως ήταν τριαντάφυλλο, με μια διαφορά όμως...το υπέροχο, αυτό λαμπερό άνθος... είχε ξεραθεί και τα μόνα, που είχαν μείνει ήταν τα αγκάθια του ...

Εκείνα που, έσκιζαν ξανά και ξανά... τα σωθικά της... Δεν το ήθελε, μα αναγκάστηκε... Ήταν δυνατή και αποφάσισε πως πρέπει να μπει στον πάγο... και να κλειδωθεί στην απομόνωση.

Φυλάκισε την λάμψη της.. και... ταυτόχρονα, τη ζωή της... Μαύρισε τα όνειρα της και το ψύχος, γεννιόταν...ασταμάτητα, μέχρι που.. έγινε σκληρή σαν ατσάλι...

Ατσάλινο σπαθί, όμως...το φρικτό αυτό, πλασμένο κρύσταλλο, πια... κάποια στιγμή, ευτυχώς χτυπήθηκε όπως του άξιζε... κι έσπασε σε δευτερόλεπτα...

Συντετριμμένη... σαν, να ξύπνησε από το λήθαργο, αναστατωμένη και τόσο ταραγμένη...γύρω της, παντού μικρά κομμάτια, διαλυμένα...

Κοιτούσε ακίνητη... αλλά όχι ανίκητη πια...ο πάγος, έλιωνε με γοργό ρυθμό... η φυλακή της γέμισε παντού νερό... Το κορίτσι, άρχισε να ηρεμεί και το κορμί της να στεγνώνει... Σαν να καθάρισε το τοπίο... και το μυαλό της άρχισε να σκέφτεται γρήγορα και καθαρά...

Στιγμιαία αναρωτήθηκε, που είμαι; τι κάνω; γιατί άφησα να μου συμβεί αυτό; Σηκώθηκε πάνω και στάθηκε στα πόδια της, σαν καρφιά τα ένιωσε... γραπωμένα στο δάπεδο, όμως δεν φοβήθηκε...

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, παντού γύρω της σκοτάδι...Δεν δίστασε, βρήκε την έξοδο μόνη της... Έσπασε όλα τα δεσμά και βγήκε ξανά στο φως, δεν ήταν πια μόνη, ούτε και απροστάτευτη...

Το κοριτσάκι ήταν πλέον Γυναίκα... με πείσμα και λαβωμένα στήθη... Κι εκείνο το γινάτι της, την ταξίδεψε μακριά... από όλους και όλα, άρχισε να χτίζει τη ζωή της, από το μηδέν...

Με μια διαφορά, πως...πλέον γύρω της, είχε χτίσει πύρινο τείχος, για να μην μπορέσει ποτέ ξανά και κανείς να την πλησιάσει...

Η υπομονή της πλέον, βαπτίστηκε... σε Ουρλιαχτό...


©Kalliopi Tsouchlis



Στων Οριζόντων τη θηλιά


Ένας ορίζοντας ο κόσμος και χάρτινο πλεούμενο, απάνω του ο άνθρωπος...Ένα ταξίδι με αρχή, μα μ' ένα τέλος άγνωστο και επιεικώς οδυνηρό...Πονούν όλοι, γιατί προμηνύουν τη λήξη, ενώ ήδη ακόμα αναπνέουν...Φοβούνται το μετά, δίχως να ζουν το σήμερα, το τώρα...Πικραμένοι και θαμμένοι στο σκοτάδι που οι ίδιοι έπλασαν, ένα μαύρο σεντόνι, τυλίγει τα κορμιά τους, στάχτες κι αποκαΐδια, όλη η ζωή τους...

Δεν θέλησαν ποτέ, να ακουμπήσουν πάνω σ' ένα ρέλι και να κοιτάξουν τον απέραντο Ουρανό...τόσο φτηνοί στα αισθήματα, τόσο προκλητικοί απέναντι στη μοίρα...Δεν ξέρουν πόσο μεγάλη είναι η τιμή σαν πετάς, αφήνοντας τα πόδια σου στη γη...Φορώντας λευκά φτερά, με τιμόνι την καρδιά και πυξίδα το βλέμμα του ορίζοντα...Εκείνη η αίσθηση, στην προσπάθεια σου να δεις το τέλος του...Πόσο κουτό ακούγεται, ποιος εκείνος, που θα φρενάρει τη δαντέλα μέσα από το μετάξι της αύρας του νερού...

Τόσο μικροί οι άνθρωποι απέναντι στην πραγματικότητα, μα και παράλληλα τόσο κουτοί; Παλεύοντας με τα άγρια κύματα του ωκεανού και τη φλόγα του κυκλώνα, έτοιμη να τρυπώσει στη σάρκα τους...αντί να τρέξουν, να απολαύσουν τη στιγμή της αιωνιότητας, χαζεύουν στο βάθος...Ανίκανοι και άπληστοι, να εκτιμήσουν τη δύναμη της στιγμής και να λατρέψουν, τα δευτερόλεπτα ευτυχίας...Δυστυχώς, οι δείκτες του ρολογιού, πάντα θα κινούνται δεξιόστροφα.. κι ο χρόνος, η ευκαιρία και η στιγμή δεν ξαναγυρίζουν...

Σαν τον νεκρό, που φεύγει και χάνεται, μα η σκέψη του αποτυπώνεται μέσα μας, έτσι κι αυτά τα τρία σμαράγδια...μας πλησιάζουν, μας ξυπνούν από το λήθαργο...και πριν ακόμα καταλάβουμε τι ζούμε...μας έχουν ήδη παρατήσει, στο βάθος της γης και στου βυθού την κόλαση...Απλά ανίκανοι, να βγάλουμε για λίγο το σκασμό, της μελαγχολίας και της αχαριστίας και να απλώσουμε τα δάχτυλα...Να νιώσουμε το εμείς και το μαζί, να χαρακώνει τα φύλλα της ψυχής μας, από λαχτάρα και ανατριχίλα...

Είναι τόσο λίγα...εκείνα τα πολλά, που για χρόνια ψάχνουμε...Δίπλα μας στέκονται και μας κλείνουν το μάτι...κι αντί να τ' αγκαλιάσουμε, να απολαύσουμε την μελωδία της ρότας τούτης...κοιτάζουμε στο κενό...Ένα στοιχειωμένο κουφάρι που μας περιτύλιξε, σαν ένα αλουμινόχαρτο, κακής ποιότητας...Εύκολος ο τρόπος να το αποβάλλουμε και να ελευθερωθούμε...Μα λέμε, δεν μπορούμε...ενώ, κατά την αισχρή πραγματικότητα, δεν θέλουμε...

Κρατήστε λοιπόν, τον κόσμο το δικό σας...Μείνετε αλυσοδεμένοι με το ίδιο το εγώ σας , συνοδευόμενο από το πρέπει της φουρτούνας...Το δικαίωμα μου, σε τούτον το μάταιο κόσμο, θα το ζωγραφίσω όπως εγώ λαχταρώ και αγαπώ...Θα βάλω χρώματα κι αρώματα...Δεν θα ψάξω ακριβά, μα λίγα και μεθυστικά βελούδινα πλεκτά, που θα χαϊδέψουν το πρόσωπο μου.. κι όταν τα μάτια μου ανοίξουν, βγαίνοντας από τη νάρκη που εσείς στήσατε, τότε το χαμόγελο μου, θα φέρει τη λιακάδα στον δικό μου ορίζοντα...

Χτίζω και χτίζω, μέρα με τη μέρα, λεπτό δεν αφήνω να μου ξεφύγει...Έμαθα να νοσταλγώ τη μικρή στιγμή...Ευτυχώς που αρνήθηκα μια μέρα σαν και σήμερα, ίσως και σαν αύριο, να δω τη ζωή , να περνάει από μπροστά μου, με κοφτερές λεπίδες στα χέρια ... και να χάνεται σαν μικρού μήκους ταινία...Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει, κι αν ετούτη είναι η στερνή στιγμή του τέλους.. Μα δεν έχω δικαίωμα, ούτε και εξουσία, να το επεκτείνω...Εκείνο που μπορώ, είναι όσο κολυμπάω στα βαθιά πελάγη μου, το κρυστάλλινο νερό να επουλώσει κάθε πληγή ψυχής και σώματος...

Κοιτάζοντας τον άξονα από το τιμόνι, που γυρίζει να αποφύγει τη βροχή, θα το ακολουθώ, μέχρι να συναντήσω, τη μαγεία της δικής μου στεριάς...Τότε ο ωκεανός, θα πάρει χρώμα από το χρώμα μου και ζωή από τη ζωή μου...Μόνο τότε , θα δεχτώ να δώσω τη σκυτάλη μου, σε μέρη αλλαργινά...Και να ταξιδέψω, για το αγύριστο ταξίδι του ξεριζωμού, με την ελπίδα να συναντήσω τη νιότη του άλλου κόσμου...

Κλείνοντας αυτήν εδώ τη σελίδα του μικρόκοσμου, που για λίγο άνοιξα και μπήκα, σου λέω τούτο μόνο άνθρωπε και υπεράνθρωπε ,

Μια ζωή σκαμπανεβάσματα θα πλέξω, μέχρι η γραμμή των οριζόντων μου να γίνει ευθεία...εκείνη, θα 'ναι η στιγμή που η καρδιά θα σταματήσει να χτυπά...


©Kalliopi Tsouchlis



Το Ρόδον


Κι αν ποτέ κανείς, μου ‘λεγε πως θα ‘ρθει αυτή, εδώ η ώρα…θα γύριζα την πλάτη μου, αδιαφορώντας…Αδειανό μυαλό…κενό, από όλους…και μέσα του μια γέννα…Ένας ομφάλιος λώρος, από καρδιάς… που κυοφορεί το Ρόδον, του ανθού…

Κι αν με ρωτήσεις, γι’ απαντήσεις… μάταιος, θα είναι ο κόπος σου… Βάστα μόνο, πως τα μίλια της αγάπης έχουν, τεράστια εμβέλεια… Εμφανίστηκες, σαν όραμα… μέσα από τη μαύρη μάζα, που κυκλώνει την οργή του κόσμου…

Δεν κοιτάζω πλέον το ρολόι… αρνούμαι πια, να ζω σαν… ένα καλοκουρδισμένο χρονόμετρο…και ζω στην πλανεύτρα θύμηση σου…

Σαν σίφουνας… σαν κυκλώνας ήρθες και με πήρες κοντά σου… Και, ξέρω οικτρά, πως κανένας δεν μπορεί…μα ούτε και θα μπει στον κόπο… να καταλάβει, τον χτύπο της ρυτιδιασμένης καρδιάς…

Κανείς δεν θα σεβαστεί την πληγή…στα σπλάχνα μου και τον κόμπο στο λαιμό μου… Μα δεν με νοιάζει.. αυτό το επτασφράγιστο μυστικό είναι δικό μου… δικό σου...

Εκείνο το σκίρτημα, που λες και ξεψυχάω την ίδια στιγμή της γέννησης μου...

Το αγρίμι που ορκίστηκε, πως μόνο θα πορεύεται… καθώς αρνήθηκε, τα καλούπια τους και τ’ αστραφτερά κλουβιά… διάλεξε εσένα, πιστά ν’ ακολουθήσει… πηδώντας τα εμπόδια, που γεννιόνταν μπροστά του… χιλιάδες νάρκες, θύμιζαν…

Το Βορρά μου, θα κοιτάζω, που κλέφτικα χαμογελάει… Εσύ θρυμμάτισες την πέτρα, δικό σου το πιστόλι, δικές σου και οι σφαίρες… Σφιχτά, πάνω σου να τα κρατάς, προστάτης μου ,στο διάβα τούτο ‘δω, το δύσκολο….

Το φυλλοκάρδι, στο εδώ και στο παρών… Μπάσα φωνή με δυνατό υπόβαθρο και τόλμη, στην όχθη της ζωής … Ας ήτανε, να σταματούσε η ώρα εδώ, να μην ξημέρωνε ποτέ… Η νύχτα σαν, θα κάλπαζε, το όνειρο θα άναβε… σαν τη μικρή λυχνία…

Εσύ να γίνεις το απάγκιο μου, να δέσω, στο μόλο τον δικό σου… Φούντο και τις δυο, τις άγκυρες…μην αλλάξει ρώτα ο καιρός.. και με ξεσύρει… Ατίθασο το πλάσμα, προσκύνησε στου αγνώστου το βωμό…

Θα πάψει άραγε, ποτέ ο ήλιος ν’ ανατέλλει; Ίσως και αν…. τότε μόνο θα φωνάξω ,

‘’βίρα, για να φύγω’’…


©Kalliopi Tsouchlis



Θαλασσινέ μου Κεραυνέ


Αστράφτει και βροντά ο Ουρανός... κι εκείνη στέκεται μπροστά στο παράθυρο...ακόμα... και με όση δύναμη της έχει απομείνει, χαράζει με τα παγωμένα δάχτυλα της, πάνω στο υγρό τζάμι τ' όνομα του...

Έτοιμη να βουλιάξει, στης Χαραυγής την ώρα, γυρίζει το κεφάλι της και κοιτάζει, τοίχους...και τοίχους...Παγωμένα τα νερά που κολυμπάει ζαλισμένη, από τη μέθη του άστρου τούτου...

Μέσα σε μια στιγμή, ξεσπάει το ''Αχ και το Γιατί'', που θαμμένο για χρόνια, σαν να είχε μέσα της...Φωνάζει δυνατά και κλαίει με λυγμούς... Θάλασσα μου, φωνάζει...

Που μου ταξιδεύεις, τον Δεύτερο μου Εαυτό... Τούτην, εδώ τη Γέννα...τον Άντρα του Ορίζοντα...Εκείνον που διάλεξα, ανάμεσα στο πλήθος, από τις στάχτες ματωμένο...

Σαν στόχος στο Ραντάρ μου, φαινότανε η λάμψη του...Και, φρόντισα να μην τον αποφύγω...Έστρεψα την πλώρη μου, μπροστά του και ζύγωνα στο ντόκο του...

Τρόμαξε η θάλασσα, από τα μίλια που βαδίζαμε, εγώ... και η Ψυχή μου...Τρέχαμε μαζί, ν' ανταμώσουμε τη Μοίρα της Γυναίκας εκείνης, που γονάτισε μπροστά του και τον βάπτισε ''Θαλασσινό της Κεραυνό''...

Δεν θα μπορούσε να έχει άλλο όνομα...Εκείνη, δεν θα το επέτρεπε...Σαν αφρικάνικος σουγιάς, τα χέρια τα δικά της, σαν λάβα ηφαιστείου η μοναχική καρδιά της....Ποιον θα δεχόταν στης λήθης την αγκαλιά, αν δεν τον έκανε Αίμα από το Αίμα της;

Έτσι τον αγάπησε, τα μίλια τους χώριζαν, μας η πυξίδα, τους ένωνε, δείχνοντας τους, το Βορρά... Η ταραχή δεν έχει τέλος...κι όσο ταξιδεύει ο καιρός...και χάνονται οι μέρες, έτσι κι εκείνη, γλυκά ξαπλώνει με τον Κεραυνό της, αντικριστά...

Δεν λένε πολλά, ο λόγος δεν υπάρχει... Μιλάει η καρδιά, σφίγγονται οι αρτηρίες από το αίμα, που πρεσάρει...Και η απάντηση στο λόγο του καθενός, φαίνεται στη λαχτάρα της προσμονής...

Η σιωπή είναι το δικό τους, το θεμέλιο...Μέχρι να συναντηθούν ξανά οι μοίρες τους...και ν' αλλάξουν ρώτα για το δικό τους το λιμάνι...

Κι αν αυτήν εδώ την κοφτερή στιγμή, που ξεσπάει και του φωνάζει, από το θολωμένο της μυαλό...ας βάλει κάποιος το δεξί του χέρι, στον ώμο της να ψιθυρίσει,

''Ο Κεραυνός σου, χτυπάει στη βαρδιόλα, για να μπει''...


©Kalliopi Tsouchlis



Μεταξωτέ μου Άγγελε


Ότι έφευγε ο Σεπτέμβρης, μια φθινοπωρινή βραδιά… αργά… τα μεσάνυχτα έπαιρναν τη θέση τους… κι εσύ σαν γλάρος του καιρού, χαμήλωσες το βλέμμα σου και πέταξες μπροστά μου.. Σαν να έχασα τις αισθήσεις μου, χωρίς όμως να συμβεί… ακίνητη στεκόμουν κοιτώντας σε, πέραν της μαρκίζας…

Δεν χρειάστηκε να μιλήσω… να μιλήσεις… Το συναίσθημα, άπλωσε το χέρι και... τόλμησε να μ’ ακουμπήσει, πάνω στην πληγή… Στιγμιαία, ήθελα να βάλω τις φωνές, να τρέξω, να φύγω μακριά σου… Ανώφελο θα ήταν, θα πετούσες άνωθεν μου και θα χαμογελούσες γεμάτος… υποσχέσεις…

Μόλις ταράχτηκα, σαν... να φοβήθηκες… Ίσως κατάλαβες, μπορεί και όχι… στάθηκες να παρατηρήσεις, τι ακριβώς κάνω, εκείνη τη δόλια ώρα… Τα μάτια σου καρφώθηκαν, σαν πύρινα καρφιά, στη ματωμένη χούφτα μου, που μόλις είχε χαϊδέψει τη χιλιοματωμένη ψυχή…

Ο πόνος ήρθε ξανά στο προσκήνιο, άναψαν τα φώτα …Εγώ στο σασί κι εσύ στην πρώτη θέση… Να πετάς πάνω, από το πληγωμένο κάθισμα… Μόνο εμείς, μέσα στο θέατρο… Κι από το μεγάφωνο, ν’ ακούς το πρώτο μας τραγούδι… Πριν καν στ’ αφιερώσω…

Είναι τιμή σαν πετάς, ακούς… στο σιγοτραγουδώ κι εγώ, γονατίζοντας μπροστά σου, σαν το πληγωμένο δελφίνι, που σπαρταράει στην αμμουδιά,… γνωρίζοντας όμως, πως θα ζήσει και θα ταξιδέψει ξανά στα κρυστάλλινα νερά…

Το λευκό φόρεμα, από μετάξι, έχει γεμίσει όλη τη σκηνή… Έντρομη το κοιτάζω, φοβάμαι μην ματώσει ξανά και το κακό σημάδι επέλθει… Μα σαν μαγεμένη η σκέψη μου , παίρνει σάρκα και οστά από τα κάτασπρα φτερά σου…

Μου δίνεις δύναμη να ξαπλώσω, να καταλαγιάσουν οι φόβοι και οι τρόμοι... και να σου δώσω την ευκαιρία, να πετάξεις γύρω μου… Ανέπαφα όμως...σαν μεταξωτό φτερό, να 'ρθεις, να μ’ ακουμπήσεις, δίνοντας μου την ευκαιρία να θαυμάσω την ομορφιά σου και το λαμπρό σου χάδι…

Λαβύρινθοι τα μάτια σου, με σηκώνουν ψηλά, όρθια απέναντι σου… Τώρα πια δεν με φοβάμαι...παίρνω δύναμη από τη δική σου… και θέληση από τον κήπο της καρδιάς μου, που τ’ ωραιότερο λουλούδι το βάστηξε για σένα…

Πέτα ψηλά και κράτα με στ’ όνειρο…


©Kalliopi Tsouchlis



Η σκέψη της συνήθειας


Δεν είναι η απώλεια εκείνη που πονάει, αλλά η σκέψη της συνήθειας, είναι αυτή που μπορεί, να γκρεμίσει τον κόσμο σου σε δευτερόλεπτα...Να μην ξέρεις, ποιος είσαι, από που έρχεσαι και που θέλεις να καταλήξεις...Ο δρόμος σκοτεινιάζει και όλα γύρω σου θυμίζουν ταινία τρόμου.. Τρέμεις κι εσύ, φοβάσαι να κινηθείς μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου, ο χώρος σου , θυμίζει κελί φυλακής κι εσύ υποδουλωμένος στις σκέψεις σου, βασανίζεσαι, σκίζεις τα σωθικά σου και υποφέρεις...

Δεν μπορείς καν, να ηρεμήσεις για λίγο, μόλις ξαπλώσεις σε αγκαλιάζει ο φόβος και η αγωνία, σε κατακλύζει το ρίγος και παλεύεις με όλους και με όλα...Με μια διαφορά όμως, δεν υπάρχει κανένας τριγύρω, για να παλέψεις μαζί του, παρά μόνο οι σκέψεις που βρίσκονται απέναντι σου, με το δάκτυλο στη σκανδάλη κι εσύ δίχως όρια πια, φλερτάρεις με τις σφαίρες...Σφαίρες που είναι στο χέρι σου, να τινάξουν τα μυαλά σου στον αέρα, ή να τις πετάξεις στον κάδο...

Τα άχρηστα αντικείμενα, οφείλουν να πηγαίνουν εκεί που τους αξίζει....στο καλάθι με τα σκουπίδια...Μάζεψες τις στάχτες και προσπάθησες να χτίσεις παλάτια...Δεν γίνεται, όσο κι αν το προσπαθήσεις...Όσο το τσιγάρο μισοσβήνει, τελειώνει και η διάρκεια ζωής του...με την κατάληξη του σ' ένα αποριμματοφόρο... Αυτό σου λείπει να καταλάβεις, πως τη πίκρα και τον πόνο των σκέψεων, οφείλεις να επιτρέπεις να σου τριβελίζουν το μυαλό, τόσο, όση είναι η διάρκεια του τσιγάρου που καπνίζεις και...δακρύζεις...

Μόλις το σβήσεις, σήκω πάνω και φύγε, πάρε το αυτοκίνητο και τρέξε μακριά, άλλωστε πολλές φορές είναι και το μόνο που χρειάζεσαι, γεμάτο ντεπόζιτο και εσύ να τρέχεις με πέμπτη...Μην το κατεβάζεις στη δευτέρα για κανέναν, παρά μόνο αν το θελήσεις εσύ, όποιος είναι αντάξιος σου, θα σε ακολουθήσει όσο κι αν τρέχεις και θα καταφέρει, να μπει ασπίδα μπροστά σου και να σου φωνάξει στη μέση της λεωφόρου ''Σταμάτα''....Θα σ' αγκαλιάσει κι ο δρόμος θα φωτίσει πάλι, με τη δύναμη των συναισθημάτων και τον χτύπο της καρδιάς σου...

Αν δεν μπορεί να τρέξει για να σε προφτάσει, τότε φύγε...Γιατί ακόμα κι αν κατεβάσεις το αμάξι στη ΄΄νεκρά'', θα σέρνεται...και δεν θα είναι ικανός ούτε να σε κοιτάξει...Τι να κάνεις τα σταματημένα τρένα, όταν η ζωή τρέχει ιλιγγιωδώς...και χάνεται από μπροστά σου, σαν μια ταινία μικρού μήκους...Στο χέρι σου είναι να διαλέξεις, πως θα ζήσεις...Θέλεις να ζήσεις απλά αναπνέοντας, ή να ζήσεις κάθε λεπτό και στιγμή, όπως νοσταλγείς...Πέταξε το μαύρο σεντόνι, η αυλαία της ζωής σου είναι εκεί και σε περιμένει, ο θίασος της ζωής σου είναι δικός σου και οι προβολείς θα φωτίσουν το χώρο, μόνο αν το επιτρέψεις εσύ...

Σπάσε την κλωστή που δένει το μαύρο με το λευκό, κράτα το νήμα ξανά από την αρχή, φώτισε τα όνειρα και τις νύχτες σου με όσα λαχταράς...Άλλωστε τη νύχτα, όλα επιτρέπονται, απλά η νύχτα παίρνει το χρώμα που της δίνεις εσύ, αλλιώς σε πνίγει το σκοτάδι και ο καπνός από τα αποτσίγαρα, με μια ατμόσφαιρα που δεν σου επιτρέπει, ούτε και να αναπνεύσεις...

Άδειασε το μυαλό σου, από τη δυστυχία της σκέψης και το ''Αν''....όλη μου τη ζωή ακούω και ''αν έκανα έτσι και αν έκανα αλλιώς και αν έφταιξα''....Με πόσα Αν, ξενυχτήσαμε τη ζωή μας, άραγε....Μην προσπαθήσεις να αναλογιστείς, γιατί ο αριθμός πραγματικά, είναι τραγικός...Σκέψου την κασέτα, που είχαμε παλιά, είχε δύο όψεις κι έτσι έπαιζε....Άρπαξε την κασέτα σου και γύρνα την ανάποδα, θα παίξει κι από την άλλη πλευρά, απλά αυτή τη φορά, φρόντισε να παίξει κομμάτια που αγαπάς εσύ και όχι εκείνα που ακούν οι άλλοι...

Βάλε να παίξει το αγαπημένο σου τραγούδι και άρχισε να χορεύεις, μέσα στο σπίτι σου, κάνε το δωμάτιο θίασο και τη ζωή σου παράσταση....μια παράσταση με πρωταγωνιστή εσένα και ένα όμορφο τέλος....δεν ξέρεις πότε θα συμβεί το ''τ_έ_λ_ο_ς'' για αυτό κοίτα να το απολαύσεις όσο πρωταγωνιστείς ακόμα.. κι άσε τους κομπάρσους, στον κόσμο τον δικό τους...Κοίτα να φτιάξεις τον δικό σου και να τον φωτίσεις....


...Τhe greatest journey, you will ever be on..


©Kalliopi Tsouchlis



Σάρκα μου

Μια ανοιξιάτικη βραδιά γνωρίστηκαν, απρόσμενα κι αγγελικά πλασμένα 
σαν τα φτερά του ανέμου.
Δεν μίλησαν πολύ, δεν χρειάστηκε… Οι απαντήσεις κρύφτηκαν στα μάτια 
κι οι λέξεις πλημμύρισαν τα χείλη…
Μαγεία η σιωπή των πάντων, στην λάμψη των ματιών… 
Ξέρεις πόσο όμορφο είναι όταν οι λέξεις υποκλίνονται στο συναίσθημα και χάνουν την δύναμη τους μες στην εισπνοή;
Κάπως έτσι συνέβη, αιθέρας ο μαγνήτης της καρδιάς, τους έφερε κοντά, τους ένωσε ένα πρωινό… Με την πρώτη ματιά, στην πρώτη αγκαλιά είπαν τα πάντα…

Το πρώτο τους φιλί, σηματοδότης μες στην λεωφόρο κι εκείνοι εκεί, πιασμένοι χέρι-χέρι, 
να κοιτάζουν τον δικό τους ορίζοντα…
Τα μάτια σου θαρρείς πως κρέμονται από τον ουρανό, της αποκρίθηκε…

Κι εκείνη χαμένη μες στο παράδεισο της αγκαλιάς του, απάντησε, για σένα αίμα της καρδιάς μου, έλαμψαν τα μάτια μου κι απόψε…
Η δική τους η φουρτούνα άκουγε στο όνομα του Έρωτα κι η μπουνάτσα τους άκουγε στ’ όνομα της αγάπης της δικής τους…

Σπάνια και μοναδική, χωρίς άχρηστα λόγια και ρολόγια…

Κι όταν άρχισαν να γράφουν το δικό τους γράμμα, αποστολείς και παραλήπτες ήταν οι ίδιοι…

Κι έγραψαν μια ερώτηση, μοναδική μα και μοιραία…
Θα μ’ αγαπάς κι αύριο ;
Όχι, αύριο θα σε λατρεύω…

Σπάνιο είδος η αγάπη, για ιδιαίτερους ανθρώπους, έτσι ήταν κι εκείνοι… 
Αερικά που έσμιξαν, μια νύχτα με φεγγάρι…


©Kalliopi Tsouchlis




Σπίθα και αερικό

Κι αν δεν ευθύνεται η μοίρα στην ένωση των ανθρώπων που ταξίδευαν επί παραλλήλου για χρόνια, τότε ποιος;
Ποιος μπορεί να τα βάλει μαζί της και ποιος να την ορίσει; Έχει τον πλήρη έλεγχο και σαλπάρει τα όνειρα μας μαζί της.
Γι’ αυτό σου λέω, να είσαι ωραίος, σπάνιος και αληθινός, να είσαι ο αφρός από την μάζα, στον κόσμο τον δικό σου και ν’ αντικρίζεις τον δικό σου ουρανό, όπως θέλεις κι αγαπάς…
Μην γονατίζεις, έχουν λακκούβες οι δρόμοι μάτια μου… Είπαμε τα δύσκολα είναι για τους ζόρικους… Κι αν είσαι ζόρικος, θα ρίξεις την ζαριά με την δική σου ψυχή και να θυμάσαι, το τάβλι αγαπάει τους τολμηρούς, όπως κι η ζωή…
Είναι ζόρικη, μέχρι να βρει τον δάσκαλο της, τότε καθηλώνεται και φεύγει μαζί του για μέρη μακρινά… Κάνει υπερατλαντικά ταξίδια ακόμα κι αν κάθεται στον καναπέ, την στιγμή που ονειρεύεται…

Τι σημασία έχει ;

Τα ωραιότερα ταξίδια μου, τα μετράω σε βραδινές βόλτες στην παραλία… Αστροφεγγιά, συναίσθημα, φιλί και γοητεία… 

Έρωτας ε;

Ναι έρωτας στο Ζενίθ, από εκείνα τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που αναρωτιέσαι πως συνέβη, πότε συνέβη;
Σταματούν τα ρολόγια κι όσα συνέβησαν στο παρελθόν... Το χρονόμετρο ξεκίνησε την μέρα που σε γνώρισα και το κοντέρ μου σπάει το καντράν...Θυμάμαι, όπως θυμάσαι την πρώτη μας αγκαλιά…

Θυμάμαι το φιλί σου, μαχαίρι ακονισμένο αυτά τα χείλη...

Μαγικό ε; Να ανοίγει μια πόρτα στην ξηρά και ν’ αγκαλιάζονται δυο Ωκεανοί κι αν σταματούσε εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου, δεν θα ζητούσα κάτι παραπάνω από την φευγάτη μου Ζωή…

Στην ζαριά της έπαιξε την καρδιά μου κι εγώ στις εξάρες, γνώρισα εσένα…

Κλείσε το τάβλι, πάμε παραλία… Μας περιμένει ο αέρας στην στροφή κι η φωτιά στην παραλία… Να καίγεσαι και να περιστρέφομαι γύρω σου, να δυναμώνει η φλόγα σου απ' τον δικό μου άνεμο…

Ερωτεύομαι τις σπίθες σου, να ξέρεις…


©Kalliopi Tsouchlis