Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

 

Ο δρόμος


Κόντρα σ’ ανέμους και θεούς, γνωρίστηκαν μια νύχτα… Αψήφησαν τον κίνδυνο κι άρχισε ο πόλεμος ψυχών, αντιστάθηκαν, μάταια… Η αγάπη τους, βίαζε την αντίσταση μαζί και των ματιών τις κόρες…

Ζούσαν χαμηλά, πετούσαν στα ψηλά, ονειρευόντουσαν κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό… Βούρκωναν στη ζωή, γονάτιζαν και στο θεριό… Περνούσαν οι νυχτιές, με ιδρωμένα όνειρα…

Η σπίθα κατέληξε σε πυρκαγιά, κοίταζαν έντρομοι κι ερωτευμένοι… Ήταν αδύναμοι απέναντι, στο πάθος, στο λάθος, στο φόβο, στην καρδιά… Την αγαπούσε, καθημερινά φώναζε κι εκείνη, σιωπούσε…

Σιωπούσε στη φωνή, που χάραζε τα σωθικά, με τ’ όνομα του… Ανήθικη η καταναγκαστική δύναμη, ανήθικη κι η μοίρα, του παραβάτη… Μοναχικός ακροβατεί, σε πύρινο καλώδιο…

Μονολογεί και πνίγει τα τόσα και τόσα ουρλιαχτά, θάβει και τον αέρα, σε σκοτεινά σοκάκια…Ψάχνει να τη βρει, μα δεν υπάρχει πια…Έφυγε άθελα της, δίχως να προλάβει να του μιλήσει…

Ο πόνος του, τον μέθυσε και βιάστηκε… Παρόρμηση ερώτων και παθών, τον οδήγησαν στα βράχια…Νόμισε, πως δεν τον αγαπούσε… Έτρεξε να φύγει μακριά, θέλησε να γράψει τον επίλογο, μόνος…

Τους χώριζε ο δρόμος, τους χώριζαν τα μίλια… Η ένωση τους, θάλασσα, ένα ποτάμι δάκρυ και μιας βουής πνιγμός…

Τώρα, μόνη πια και στοιχειωμένη, θρηνεί για το χαμό…Λυγίζει και σκοτώνει το κορμί της…Γιατί; Γιατί, φώναξε κι εκείνη, σ’ αγαπώ…Μα ήταν ήδη αργά, εκείνος είχε ήδη φύγει…

Συνωμότησε ο δρόμος μαζί με τα φανάρια κι όταν, εκείνη σταμάτησε, οι τίτλοι τέλους, είχαν ήδη πέσει…Κι έτσι, αγκάλιασε τα κομμάτια της μαζί και τ’ ανείπωτο κι έφυγε…

Ταξίδεψε στη θάλασσα, να λυτρωθεί, ζητούσε… Φτάνοντας, ούρλιαξε…Στα βράχια πότισε, το αίμα της μαζί και τόσα λόγια…

Να γυρίσεις, σ’ αγαπώ, χάραξε στην πέτρα…


©Kalliopi Tsouchlis