Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

 

Ναυάγιο


Ο Νικόλας επιτέλους, άγγιξε το όνειρο, άρχισε να το πλάθει και να το κάνει πραγματικότητα… Ζούσε και δούλευε εν πλω, μέσα στη θάλασσα, που γεννήθηκε κι ανδρώθηκε.

Ψιλός, μελαχρινός, με βλέμμα που καθήλωνε πύρινα δεσμά και στο διάβα του σκληρός, απρόσιτος μα και συνάμα ευαίσθητος… 

Μια γαλήνη, έκρυβε μέσα του, που λίγοι μπόρεσαν να διακρίνουν.

Εκείνοι, που είδαν πίσω από τη θολή κουρτίνα, τον ξεχώρισαν ανάμεσα, στο πλήθος της ωχρής μάζας… 

Τον αγάπησαν για την αύρα που τους χάριζε, απλόχερα.Περίμενε για να μπαρκάρει, εκείνες οι ημέρες, δεν ήταν σαν τις άλλες… Δεν ήταν χαρούμενος σαν άλλη φορά, κρυμμένο το κεφάλι, ανάμεσα στα πόδια… Κοίταζε το φυλλάδιο και έκλεινε τα μάτια.

Μια πάλη, ανάμεσα στο θέλω και στο όχι… Πρώτη φορά ένιωθε έτσι, σαν ένα μαύρο πέπλο να κάλυψε το πρόσωπο του… Ήταν το προαίσθημα, ήταν η σκοτεινή ώρα, που διαισθάνθηκε.

Ετοίμαζε τη βαλίτσα, που θα τον αποχώριζε από τη Μάνα του… μέχρι να γυρίσει πάλι, πίσω στην αγκαλιά της… Ώσπου, χτύπησε το τηλέφωνο, το βαπόρι έπιασε λιμάνι, φουντάρισε.

Φεύγεις του αποκρίθηκαν, πετάς για Ιταλία… Θα πέσετε δίπλα στη Τεργέστη,για εφόρτωση, στις 20 του μήνα κι από ‘κει θα φύγετε....Ποιο είναι το ταξίδι, απάντησε έντρομος… 

Μα, η απάντηση ήταν, θα ταξιδέψετε  και βλέπουμε…Η καρδιά του, κόντεψε να ξεσκίσει τα σπλάχνα του και να πέσει στο δάπεδο, μέχρι να ξεψυχήσει.

Κατέβασε το ακουστικό κι ένα δάκρυ στοιχειωμένο, κύλησε στα γένια του, απάνω… Σε έξι ώρες πέταξε για το σκοτεινό ταξίδι… Φοβισμένος και αγχωμένος, σκέψεις και σκέψεις έλιωναν τα σωθικά του.

Μέχρι που έφτασε κι όταν είδε, τη σκάλα ξαπλωμένη στο ντόκο, σαν να ηρέμησε λιγάκι, η ψυχή του… Ένιωσε πως το σημάδι, ήταν εδώ πια και θα τον σαλπάριζε μακριά.Σαβουρωμένο το αμπάρι Νο.4 και το αμπάρι Νο.8…Η οδηγία  δόθηκε από τις τοπικές αρχές, μέχρι να βγουν από το λιμάνι.

Η προπέλα γύρισε , με 98 στροφές στα χειριστήρια, ξεκίνησαν να πάνε για φόρτωση, στο άγνωστο λιμάνι, μέχρι τότε.Το ίδιο βράδυ, ταξιδεύοντας πλέον, άρχισαν τον αφερματισμό των αμπαριών… Περασμένα μεσάνυχτα και η Μεσόγειος έβραζε… Λες κι ο Ποσειδώνας, προμήνυε το κακό.

Νευρικός και κουρασμένος, κοίταζε τα φίδια-κύματα, που γάζωναν τη λαμαρίνα… Ένιωθε το Χάρο να πλησιάζει, άρχισε να τρέμει, αλλά δεν έδωσε πολύ σημασία…Πέρασε καμιά ώρα, μα το καρδιοχτύπι όλο και δυνάμωνε… Και, ξαφνικά γύρω στις τρεις το χάραμα, ακούστηκε η πρώτη έκρηξη…

Πανικός κύκλωσε τον αλουέ, κοιτούσε μάτια δακρυσμένα γύρω του… Ηρεμήστε μωρέ, φώναξε δυνατά, όλα καλά θα πάνε…Ήταν θέμα λεπτών, το σκαρί, άρχισε να παίρνει κλίση και η τραγική Εντολή για Εγκατάλειψη, ακούστηκε πέρα ως πέρα.

Μέτρησε εικοσιτρία άτομα, έλειπαν επτά…Ο χρόνος δεν συγχωρούσε, αν περίμενε κι άλλο, ίσως μετρούνταν τριάντα οι αγνοούμενοι.

Η λογική τον χαστούκισε, όσο κι αν η καρδιά πονούσε…Μπουκάρισαν σαν τα σκυλιά, στη σωστική τη λέμβο, χωρίς τους άλλους, έλειπε ο Καπετάνιος του, ο καλύτερος του φίλος.Μα πως, αφού εκείνος έδωσε την εντολή;Τι συνέβη...

Ταξίδευαν για λίγες ώρες, μέχρι που κάτι ψαράδικα τους βρήκαν…Όλοι αναστατώθηκαν, από τη χαρά της Σωτηρίας, εκτός από εκείνον, είχε καρφωθεί η σκέψη του στο λαβωμένο πλεούμενο.Εκείνο που κατάπιε, άλλες επτά οικογένειες και τύλιξε το μαύρο σεντόνι τόσες ζωές… Έκλαιγε ασταμάτητα, δεν είχε πια τον έλεγχο.

Περισυλλέχτηκαν και μεταφέρθηκαν σ΄ένα κέντρο υγείας, μόνο που δεν θυμήθηκε ποτέ, το που και το πως… Σαν να κόλλησε η θύμιση, του στη στιγμή της εγκατάλειψης… Πέρασαν μήνες και όλοι τους θεωρούνταν αγνοούμενοι.Άστραψε και βρόντηξε η ματωμένη χώρα, που έκλαιγε τριάντα θαλασσοδαρμένους… Καμία επικοινωνία  δεν τους επιτράπηκε ποτέ και με κανέναν.

Αυτή ήταν η εντολή, μέχρι που ένα μεσημέρι, ήρθε γράμμα από την Αθήνα, να τους πάρουν όλους από το φτηνό ξενοδοχείο που διέμεναν για τόσο καιρό… Και να ταξιδέψουν για την Ελλάδα τους.Η μάνα του κοιλοπονούσε, κάθε μέρα από εκείνο το τραγικό βράδυ… Σαν να τον γεννούσε ξανά, για δεύτερη φορά… Μα, στην αγκαλιά της, έπαιρνε μόνο αίμα, αντί για εκείνον.

Η πτήση ήταν απευθείας για τη Χώρα τους κι από ‘κει στην επαρχία, όπου έμενε ο καθένας… Αξύριστος, τα γένια του έθρεψαν, τιμούσε το πένθος εκείνων που ταξίδεψαν για πάντα στα παγωμένα νερά.Οι ώρες γρήγορα πέρασαν και το ταξίδι της επιστροφής, έλαβε τέλος… Έφτασε στο νησί του, και μόνος τράβηξε την πλώρη, για το σπίτι που μεγάλωσε.

Φτάνοντας, ένα ‘’Αχ’’, κύκλωσε το χωριό του, γονάτισε και φίλησε τα χώματα που τον εγέννησαν…και το χέρι του έσπρωξε τη σιδερένια πόρτα.Μα σαν την άνοιξε, ήρθε αντιμέτωπος με τη μαυροφορούσα κοκέτα…Σκληρή σαν από χάλυβα, δεν λιποθύμησε, δεν δάκρυσε ούτε μια στάλα…Μόνο φώναξε και είπε,

Γιε μου,

Κι άνοιξε τα χέρια της σαν τριαντάφυλλο , τον τράβηξε κοντά της και γονάτισαν μαζί κι αγκαλιασμένοι σφιχτά, σαν να τους είχαν αλυσοδεμένους.Κάποια στιγμή της είπε μόνο τούτο…

Μάνα, χάσαμε επτά…Εκείνη με λυγισμένο το κεφάλι στον ώμο του, είπε.

Μην λαβώνεις άλλο τη ζωή σου, τόσο ήταν το λάδι στο καντήλι τους.Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, ο πόνος γινόταν πιο απαλός…Άρχισε να χαμογελάει λίγο ίσα-ίσα, να φύγει το σκοτάδι.

Ένα βράδυ, ξύπνησε ιδρωμένος και φώναζε ‘’Ευχαριστώ’’.

Εκείνη, έτρεξε κοντά του, τι συνέβη Παλικάρι μου του αποκρίθηκε;

Μάνα , ήρθε και με βρήκε ο Καπετάνιος, χαϊδεψε το χέρι μου και είπε ,

‘’Ζήσε Νικόλα, δεν φταις εσύ, έκανες ότι μπορούσες, μόνο τούτο θέλω να πέμψεις στην Σμάρω τη γυναίκα μου πως θα την αγαπώ για όσο η ψυχή μου ταξιδεύει’’.

Σαν η Ανατολή ξεπρόβαλλε…Σηκώθηκε, ξυρίστηκε και πήγε να βρει τη Χήρα, για πρώτη φορά…Φοβόταν την κραυγή της, μα έπρεπε.

Και σαν πήγε και τον είδε, έλαμψε το πρόσωπο της, ‘’εσένα σ’ αγαπούσε’’, του αποκρίθηκε…Μίλησαν για όλα, άνοιξαν διάπλατα τις καρδιές τους στο τραπέζι.

Φεύγοντας του ευχήθηκε ‘’Ώρα καλή στην  Πλώρη σου Καπετάνιε, πάρε το επόμενο βαπόρι να ταξιδέψεις τους Ωκεανούς και η ευχή του πάντα να ‘ναι το μελάνι της Σφραγίδας σου’’.


©Kalliopi Tsouchlis