Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

 

Δείλι


Αστέρας αφανής κάτω απ’ τον ορίζοντα κατάντησε το θάρρος,
Κρύφτηκε η αρετή στης μοναξιάς το πλέγμα,
Κάλυψε ο άρχων του τρόμου την ομορφιά του δρόμου,


Σκοτάδι μέθυσε την πλάση σαν έθαψε τις ψυχές στο μαύρο πένθος,
Ακριβοπληρωμένα  αισθήματα σε κρύσταλλο από τέφρα,
Μα ένας είναι που μιλάει στου δειλινού το διάβα,


Εκείνη η αδίστακτη πανσέληνος που θα σε κυνηγά εκεί που δε θα φτάνεις,
Θ’ αναρωτιέσαι αν ακούγεσαι στον κρίνο του διάφανου,
Τραγικό να αισθάνεσαι μα να στερείσαι το άγγιγμα των λουλουδιών,


Μόνιμα χαμένη η φοβία στη περηφάνια του ανυπεράσπιστου,
Καρδιές και συναισθήματα άρχονται με φόντο το λιμάνι σαν τώρα που βραδιάζει,
Γκριζάρει ο ουρανός και πλήττει τον μονόλογο,


Ταξίδι κάνει η σκέψη με το μυαλό στην πέρα πύλη,
Δάκρυα κυλάνε στον καπνό απ’ της στιγμής τον εφιάλτη,
Σκιά το πρόσωπο με φόντο το κενό και  μια αγάπη πνιγμένη στο βυθό,


Τόσο κοντά τ’ όνειρο για ζωή κι ένα εγώ χωρίζει το μαζί,
Μια τραγική σιωπή οργιάζει να γίνει η νύχτα πληθυντικός αριθμός,
Καραδοκεί ο πόνος ποθώντας να ματώσει τη συνέχεια της τραγωδίας,


Μα ο κύκλος δεν κλείνει με την αρνησιά μόνο με την πεθυμιά ,
Ο τολμών θα τρέξει μέχρι τέλους φορώντας στα μάτια την αγάπη,
Κι ας είναι να μείνει ο χαμένος στ’ αποτυπώματα από συντρίμμια.


©Kalliopi Tsouchlis



Κάσσαρο


Άνεμε ερωτύλε και κοσμογυρισμένε,
Μάγεψες τα ίχνη στο πρόστεγο της πλώρης,
Χώνεψες το φυλλοκάρδι στο στρίτσο σαν καδένα,


Ποτίστηκε η λαχτάρα μέσα και κλειδώθηκε,
Δεν αφέθηκε για ν’ αναπνεύσει και να φωνάξει  σ’ αγαπώ,
Ζητιάνευε το όνειρο μια νότα στον ορίζοντα,


Ο ήλιος έλαμπε στην λαμαρίνα σαν φτερωτή οργάντζα,
Κι η Αλισάχνη φλερτάριζε με τις  μεγάλες γάσες,
Ένας έρωτας περίρρυτος στο γιατί του οτιδήποτε,


Φεγγαρόπετρες και  βότσαλα στόλιζαν  τη σκέψη την αλλιώτικη,
Ένας μοναχικός περίπατος με τον συνοδό αόρατο,
Κι η απόγνωση βρυχάται στου όρμου την κατάληξη,


Μα σαν άνοιξε η πόρτα απ’ το καμπούνι το μαρτύριο κατέληξε,
Με τόλμη και ζωντάνια  έτρεξε στις σκάλες για  να διακρίνει τη χάρη της ζωής,
Και χάθηκε σαν αμμοδύτης  στ’ αρχιπέλαγος  για τόπους θελκτικούς.


©Kalliopi Tsouchlis 



Γητευτής


Εισβάλλεις στις ζωές δίχως να ρωτήσεις,
Μα ούτε αναρωτιέσαι αν πρέπει να το κάνεις,
Μέρες  χάνονται στο δάκρυ και νύχτες στο κενό,


Ψηλαφίζεις κάθε ευαίσθητη χορδή την ώρα του χορού σου,
Απαρνιέσαι το γιατί στου λυτρωμού το πάθος,
Ξεγελάς το νου με την καυτή σου αύρα,


Βυθίζεις μέσα σου του κόσμου τη μαγεία,
Προκαλείς στο βέλος σου ψυχές και βλέμματα,
Καθηλώνεις στο διάβα  σου τη συγχορδία της γαλήνης,


Στοχεύεις  το μυαλό ματώνεις  την καρδιά μα δεν σου φτάνει,
Τα σωθικά σου καις  μέχρι να πνίξεις το κλαυθμό στο σπαραγμό,
Οικτρά αγωνίζεσαι τη παρουσία να κάνεις απουσία,


Σαν τραπουλόχαρτο σκορπάς την ηρεμία κι από συντρίμμια γεννάς της δυστυχία,
Έρμαια κατάντησαν τα όνειρα στης  χωρισιάς το ξίφος,
Ξεπούλησες την ευσπλαχνία στο βωμό της φιλαυτίας,


Ποθείς για να τη δεις να κομματιάζει τα εσώψυχα στην εξορία,
Να φύγεις λαχταράς μονολογώντας πως κέρδισες το λάφυρο,
Μα μόνο μην ξεχάσεις πως η ελπίδα γονατίζει στον επίλογο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Οδός επιθυμίας


Σαν κι απόψε ήθελα να μην υπάρχω,
Αέρινο σεντόνι να γίνει το κορμί,
Με την ψυχή να ταξιδέψω εκεί που αγαπάω,


Να μπω σε σπίτια που λαχτάρησα για ν’ ασπαστώ εκείνο που μου λείπει,
Το άρωμα του να γευτώ μέσα σε μια στιγμή και πάλι να χαθώ,
Κανείς να μην με δει ούτε και να μ’ ακούσει,


Στης χαραυγής τη δόξα ένα ταγκό μαζί σου να χορέψω,
Τ’ αστέρια να φωτίζουν των ψυχών τη λεωφόρο,
Άσπρα κύματα να τραγουδούν του έρωτα τη μελωδία,


Ελεύθερη ν’ αντιμετωπίσω της κόλασης το χωρισμό ,
Την καρδιά μου να κουρνιάσω στον οίκτο της σιωπής ,
Να χαθούν τα βλέφαρα στην ύλη του ονείρου ,


Ας ήτανε μια ώρα να πετάξω για να σε αντικρύσω,
Και τότε γελαστή θα χάριζα στους ουρανούς του νου τη σάρπα,
Στάχτη να γινόμουν κι η θάλασσα να με ξεβράσει μια νύχτα με βροχή.


©Kalliopi Tsouchlis 



Θάλαττας αγέρι


Άδικα αναζητάς του φεγγαριού το άγγιγμα στις υπόγειες στοές,
Εκεί που περπατάς μόνο το βούρκο θ’ αγκαλιάσεις,
Έντρομος θα τρέξεις διέξοδο να βρεις  για να σωθείς,


Μέσα στο σκοτάδι θα χαθείς και θα πονέσεις κλαίγοντας,
Μάταια θα ουρλιάξεις μήπως κι ακουστείς  στο αχανές περιθώριο,
Σαν κακοτράχαλος εραστής  ο εγωισμός που σε κυνηγάει,


Τρομάζεις δειλιάζεις και ουρλιάζεις στο μίσος του μπροστά,
Οι λυγμοί σου τάραξαν του λιμανιού την άπνοια,
Αγρίεψε η θάλασσα απ’ τα δικά σου σφάλματα,


Κι άξαφνα μια πόρτα πελώρια άνοιξε και στάθηκες να την κοιτάζεις,
Μα ένα κύμα ωστικό έμελλε να σε γραπώσει και στο ντόκο να σ’ αφήσει,
Εκεί που για καιρό σε πρόσμενε της Ανοιχτής Θαλάσσης το κορίτσι.


©Kalliopi Tsouchlis 



Λευκά πανιά


Στην άμμο, σκαλίζω ελπίδες με τα βότσαλα,
Όνειρα σκεπάζουν τ' ακρογιάλι, με χρώματα της χαραυγής,
Το φύκι του μέλλοντος αγγίζω, σ' έναν αστερισμό επάνω.
Τα βήματα μου προσπερνώ, στης θάλασσας το κύμα,
Ψυχές και περασμένα, λευκά πανιά που ατενίζουν,
Ζάλη στου νου την άκρη, εκείνη η φουσκοθαλασσιά.
Χέρια ανοιχτά στο σανίδι τ' ουρανού, δώρα μετέωρα,
Στερνό χαμόγελο, το βρόχινο νερό, κρύσταλλοι ανακούφισης,
Ελπιδοφόρο, της προσδοκίας γέλιο, σε μιαν ανέγγιχτη υπόσχεση.


©Kalliopi Tsouchlis 



Θαλασσινοί διαβάτες


Στων οφθαλμών τις κόρες, σαν σταλακτίτες τα νερά σου,
Στα βλέφαρα μου κρέμονται, κρυστάλλινα φουγάρα,
Άρπα και μετάξι, εκείνο το μενταγιόν, της αύρας σου.


Εγκάρδιο φυλαχτό, της μοίρας μου, το δώρο,
Γητευτή των βαποριών, την καρδιά μου διάλεξες, γι' απάγκιο,
Σ' ένα κατώγι καρτερώ, κάθε νύχτα να σε βρω.


Η σκιά μου απόψε, ακολουθίας πόθος, που σ' αγγίζει,
Αποβραδίς, σηκώνω τη ψυχή και στο Γαρμπή, δωρίζω,
Πρωτοδιαβάτης των κυμάτων, στα δειλινά σου, θα σταθώ.


©Kalliopi Tsouchlis 



Μπάρκο ετών δεκαοχτώ


Του Μάρτη μια Τετάρτη, ήταν που μπαρκάρισα,
Μια βαλίτσα όνειρα, μια θάλασσα ελπίδες,
Ταξίδι για το Κάιρο, η ψυχή μου στολισμένη.


Τρία μερόνυχτα αγάντα, το σπίτι μου στη ράδα,
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα, χάιδευε ο νους μου, το βαπόρι,
Σαν γάσα στο λαιμό, η αγωνία, κόμπος παλιός, το ρίγος.


Άνεμοι και Θεοί, μέσα σε μια στιγμή, παρέσυραν τους φόβους,
Στη λάντζα, το μέλλον μου γαντζώθηκε, στην ανεμόσκαλα η τόλμη,
Τα σκαλοπάτια εκείνα έμελλε, να γράψουν της μοίρας, τα θαλασσινά.


©Kalliopi Tsouchlis 



Κατάληξη 


Την ώρα εκείνη, αλάργεψα σε πέλαγο βαθύ,
Κάλπασε ο άνεμος, σαν αστραπή το φυλλοκάρδι,
Τη στράτα μου συνέχισα, με φυλαχτό εσένα.


Θυμήθηκα τα λόγια μας, στην άκρη της αβύσσου,
Νοστάλγησα το χάδι σου, κατάπια την ανάμνηση,
Δάκρυ, ωδή και λυτρωμός, σε μια μικρή στιγμή.


Η ζωή μου λεπτοδείκτης, το θαύμα σε μορφή,
Ανέγγιχτος ο χωρισμός, στο πέρας του καιρού,
Δειλός ο χρόνος στάθηκε, στης λήθης τα απρόσμενα.


©Kalliopi Tsouchlis  


Πλεύση ανατολική


Στη βάρδια οι Θαλασσινοί, την Υπερμάχω ψάλλουν,
Μη γελάσεις αν στο πουν, σπάνια μιλάνε,
Σεντούκια κλειδαμπαρωμένα, οι πόνοι κι οι ψυχές τους,


Φτερό με το φτερό, σφιχτά τα δάχτυλα, στην πλάτη,
Στην ψαλμωδία πάνω έρχονται, να δακρύσουν,
Με το στουπί, σκουπίζουν την απόδειξη,


Μάρτυρας ο Θεός, μάρτυρας κι ο Ουρανός,
Θαυμάζουν την Κασσιόπη και πιο πέρα, την Άρκτο τη μικρή, 
Των αστεριών το βλέμμα, στολίζει την κουβέρτα,


Λες και γέλασαν απόψε τα δελφίνια, χαρούμενα χορεύουν,
Πορεία ενενήντα, διόπτευση ζωής το παλινώριο,
Μικρή στεριά μιλά, στο βάθος του ορίζοντα,


Απόψε συγχώρεσαν το ψέμα, καλμάρισε η πίκρα,
Αγάπησαν και τον εχθρό κι εκείνο τον ρουφιάνο,
Ξημερώνει βλέπεις Κυριακή, η μέρα της χαράς,


Θ’ αγκαλιαστούν οι δορυφόροι, το σήμα θα φτάσει στην Ελλάδα,
Φλόγα στ’ ακουστικό, θ’ ανάψει η καρδιά θα βγει και η μιλιά,
Είμαι καλά και σ’ αγαπώ, ποτέ να μη ξεχάσεις.


©Kalliopi Tsouchlis 


Εις μάτην


Πέρασα να δω αν είσαι εκεί,
Στάθηκα μπροστά στην πόρτα,
Δεν τόλμησα ν’ ανοίξω,


Φοβήθηκα εμένα, λύγισα στον πόνο,
Μίσησα την ανάμνηση, μίσησα κι εσένα,
Τρόμαξα, αίμα έσταξε από τα μάτια,


Ακόμα και το δάκρυ μου, σ’ αρνήθηκε απόψε,
Ψάχνω κι αναρωτιέμαι, τι ψάχνω άραγε, να βρω,
Τόσες οι απαντήσεις, που παρακαταθήκη έγιναν,


Χάθηκε το νόημα των λέξεων, στου χρόνου τις πληγές,
Τα λόγια μου πνιγμένα, μέσα στο σαράκι,
Κι η τραγική σου θύμηση, θ' αναστήσει τις σιωπές μου.


©Kalliopi Tsouchlis  


Λαμαρινίαση


Δεν είν’ άτακτη, η ζωή του Ναυτικού,
Μήτε κι η χιλιομπαλωμένη του ψυχή,
Άτακτη μονάχα είν' εκείνη η σκέψη,


Εκείνος ο νους του, που θολώνει,
Εκείνη η καρδιά του, που ματώνει,
Πάντα τους ξεγέλαγε, τάχα πως εγέλαγε,


Αεροπλάνο, μια βαλίτσα και η ζωή στο πέρα,
Χαρά, λύπη και δάκρυ ποτισμένα, στη ψυχρή τη λαμαρίνα,
Ψάχνει μια πέτρα να πατήσει, να γειωθεί ζητά,


Ν’ απαγκιάσει το μυαλό του, να καλμάρουν οι παλμοί,
Βλέπει το ντόκο και λυγίζει, θυμάται την πατρίδα,
Αμάρτημα θαρρεί πως έκανε, με την ερωτιάρα ξενιτιά,


Το δρόμο που του προτείνανε, αρνήθηκε μια νύχτα με βροχή,
Ξελογιασμένος από την αλμύρα, διάλεξε τ’ αλάτι,
Πήρε τον δρόμο το βουβό, εκείνο της σιωπής,


Μονολογεί πως τούτο θα ‘ναι, το μπάρκο το τελευταίο,
Απάνω στο μπουλμέ ξεσπάει, λυγίζουν οι φωτογραφίες,
Μα το φυλλάδιο στην τσέπη, τα πέλαγα ζητά, μαζί και την ψυχή του.


©Kalliopi Tsouchlis 



Τη νύχτα του κυκλώνα


 Στη βάρδια από νωρίς, φορτώνει ο καιρός,
Εκείνη η ομίχλη, θυμίζει νεκροσέντονο,
Κάλυψε την κουβέρτα, μάταια παλεύω ν’ αντικρίσω, τη βαρδιόλα,


Νύχτα, μια καταχνιά σκέπασε την ψυχή μου,
Πυκνό σκοτάδι κι ένας άνεμος, που σαν το δαίμονα βουίζει,
Μες τ’ αυτιά μου ηχεί η θάλασσα, κραυγάζει απόψε,


Θυμωμένη δεν τολμάω να την πω, τη βλέπω, μα δε τρομάζω,
Θαλασσοδέρνει τα παιδιά της, τα δόλια κύματα χάνουν τη μιλιά τους,
Με μανία τα χτυπά κι αυτά, στη λαμαρίνα έχουν λυσσάξει ,


Λες και θα σκίσει στα δυο το βαπόρι, λες πως θα μας καταπιεί,
Τα δελτία έρχονται σαν τις κακές ειδήσεις, λεπτό με το λεπτό,
Εκείνη του ανέμου η ταχύτητα, θέλει να με τρομάξει,


Μα δε γνωρίζει τι θα πει, καρδιά θαλασσομάνα,
Εγώ κοιτάζω την πυξίδα κι ο Άγιος το τιμόνι,
Και οι στροφές χαμήλωσαν και γλύκανε ο πόνος,


Η πλώρη μου βουτά βαθιά, μα όλο ξεμπουκάρει,
Παίρνει μια κλίση τρομερή, μα το φτερό το βλέπω,
Σε λίγο θα καλμάρει, και μόλις βγούμε αλώβητοι, θα κλάψω σαν παιδί.


©Kalliopi Tsouchlis  


Και τώρα αγάντα


Περνά η ζωή και χάνεται ,
Μέρα με τη μέρα, σ’ ένα βίρα λησμονείται,
Στα στρίτσα μέσα, ελπίδες κλειδωμένες, καρδιές αμπαρωμένες,


Κάβοι λασκαρισμένοι, θυμίζουν όνειρα και όνειρα,
Κρεμασμένο ένα χτες, στο χαμένο μπότζι για το αύριο,
Χτενίζει των κυμάτων ο αφρός, την πλώρη,


Αλισάχνη θυμίζει η κουβέρτα, στάζει αλμύρα από τα ρέλια,
Καταγεγραμμένα άλλοθι, στου μήνα την απογραφή,
Κι ένα ξέμπαρκο ανύπαρκτο, κυλιέται στο μεταίχμιο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Γελαστά παράσιτα


Είναι οικτρά ανώφελο, να οδύρεσαι μέσα στις φωνές,
Ζεις και αναπνέεις, στο χρώμα της ψευδαίσθησης,
Νομίζεις πως η ένταση, θα προκαλέσει τρόμο,


Ποιος εκείνος, που φοβήθηκε τα ουρλιαχτά,
Η δύναμη, φοράει το πέπλο της γαλήνης,
Η αδυναμία, λούζεται από κραυγή και αίμα,


Θα πέσει, θα συρθεί, αλλά, όρθιος πάλι θα σταθεί, ο δυνατός,
Ο αδύναμος, σε δρόμο παράλληλο, θα σέρνεται σε υπονόμους,
Ξεγελάστηκαν εκείνοι που νόμισαν, πως η φωνή τρομάζει,


Γέλασαν ειρωνικά, την ώρα που άλλοι δάκρυσαν,
Λάφυρο τους, το μίσος που μοίρασαν τριγύρω,
Μα η ζωή θ’ ανταποδώσει, μέσα από το δάκρυ της σιωπής.


©Kalliopi Tsouchlis 



Όνειρο αλαργινό


Μια ουτοπία, οι στιγμές εκείνης, της φεγγαροντυμένης νύχτας,
Σαν απλωμένο ρούχο, το θάρρος, που αντικρίσαμε,
Ασπίδα, το μυστικό που επέζησε, στην τρυφερή νοθεία των ψυχών,


Μόνη μου τόλμησα να σε λατρέψω, σ’ εκείνο το σκοτάδι της σιωπής,
Μα δεν αναλογίστηκες, πως ζεις σαν δεύτερη καρδιά, μέσα στα σωθικά μου,
Σου αποκρίθηκα πως η ευτυχία ερωτεύεται, μόνο των τολμηρών, το χνάρι,


Στο ναύλο για το ταξίδι μας, χάραξα τ’ όνομα σου, στην αύρα της Ανατολής,
Μην λησμονήσεις, εκείνο το ταγκό που περιμένει, στην πίστα των κυμάτων,
Σαν ακροδάχτυλο θα ‘ρθω και θα χορέψει η ανάσα μου, στο λαμπερό κορμί σου,


Με στίχους ψηφιδωτούς, θα δώσω πνοή, στο γλυκοφίλημα σου,
Στου πιάνου τα πλήκτρα, η πιο γλυκιά μπαλάντα, θα ξαπλώσει,
Κι όσο λυτρώνεται το πάθος, η ζωή μου θα λικνίζεται, στην απαλότητα σου.


©Kalliopi Tsouchlis  


Ξεχασμένοι απολογισμοί


Ποιο το όφελος, ν’ αφουγκραστώ τη μάζα, την ωχρή,
Γιατί να πορευτώ μαζί της, στο σκούρο αδιέξοδο,
Δεν ταιριάζω στα υψωμένα λάφυρα, που άσκοπα στοχεύουν,


Ο δρόμος, είναι γεμάτος απ’ αγκάθια και ουλές,
Εγώ, θα περπατήσω στα σοκάκια, εκεί που λάμπει ο ήλιος,
Στα πλακόστρωτα, που πνίγονται από των λουλουδιών, το άρωμα,


Στην αμμουδιά της παραλίας, κάτω από τη βροχή, δίπλα στο γαλάζιο κατωσέντονο,
Αντικριστά σε μια μικρή φωτιά, για να κρατώ ζεστά και απαλά τα σωθικά μου,
Με λίγα, με σημαντικά, μακριά από τα μισητά πολλά,


Το δικαίωμα των άξιων υποκριτών, να κρίνουν τη ζωή μου, απέρριψα,
Το καλντερίμι του ο καθένας, όπως αγαπά και λαχταρά, το ντύνει,
Κάποιοι με βούρκο, από τη μπόχα, που στάζει το ψοφίμι, κι άλλοι μ’ ανθόνερο,


Ο ελεύθερος αέρας, δεν θα υποκριθεί στο ψέμα, της θλιβερής ευτυχίας,
Το χρώμα του κόσμου, δεν θα λάμψει, στων αιώνων τον καιρό,
Σκυθρωπός και ψεύτικος, θα ταξιδέψει, κρατώντας τη σφαίρα, που ματώνει την αλήθεια.


©Kalliopi Tsouchlis 



Μέλλον παρελθόντων


Γιατί να σπαταλώ τις νύχτες μου, βουτηγμένες σ' εκείνα, τ' αναπάντητα,
Γιατί τα μάτια να δακρύζουν, τώρα που η θύμηση ακονίζει, του νου κάθε ρανίδα,
Γιατί η ψυχή να στάζει δάκρυ, πάνω από το ίχνος, μιας παλιάς φωτογραφίας,


Ποιος άραγε, άξιζε τον πόνο, τον δυσβάστακτο,
Ποιος ήταν εκείνος, που τόλμησε τ’ αδιανόητο,
Ποιος την καρδιά μου, όρισε στο πρέπει κι εξόρισε στο χάος,
Τώρα, έμειναν στάχτες και κουφάρια, να κοσμούν τη δυσοσμία,


Τώρα η τραγωδία, απέκτησε φωνή κι ουρλιάζει,
Τώρα φεύγω ηθελημένα, αψηφώντας τη ματαιότητα, του πρέπει.


©Kalliopi Tsouchlis 



Στιγμές αλήθειας


Μα για όσο υπάρχω, θα μιλώ μέσα, από τα χαρτιά μου,
Κόπος πόνος και χαρά, θ’ αγκαλιάζουν, όλες μου τις νύχτες,
Εκεί και μόνο τότε ανέχομαι, να ξεδιπλώσω την ψυχή μου,


Απέφυγε τις ερωτήσεις, δεν βρήκα ποτέ, τις απαντήσεις,
Στους γρίφους που λύνεις ασταμάτητα, κάπου εκεί μέσα, ζω,
Άλλοτε καλά κρυμμένη, πίσω απ’ το μελάνι, άλλοτε πάλι, όχι,


Μάταια έψαχνα, τρόπο να μιλήσω, πνιγόταν η φωνή μου, στην ψυχή,
Στα γραμμένα μόνο, υποκλίνομαι κι εξομολογούμαι, κάθε νύχτα,
Άτονη και άφωνη η λευκή σελίδα, ίσως γι’ αυτό, την εμπιστεύομαι,


Ανίκανη να κρίνει, άτολμη να κατακρίνει, της ζωής μου τα σκαλιά,
Αυτή μονάχα, ένιωσε τα καυτά μου δάκρυα, κάθε που ομολόγησα,
Έγδυνε πάντα τη σιωπή μου, μέσα από τις ψυχρές γραμμές της,


Ερωτεύτηκα τα μυστικά, που κράτησε, στης μοναξιάς τη δίνη,
Της χάρισα το δικαίωμα, να χαστουκίσει, το περίπλοκο μυαλό μου,
Δεν προδίδει, δεν ματώνει, δεν σκοτώνει, τον ανέγγιχτο μου πόθο,


Κατευνάζει κάθε λογής θυμό, κοπάζει του άδικου, τη μάταιη οργή,
Σ’ εκείνες τις όμορφες στιγμές, λυγίζει η πένα κι απαγκιάζει το κορμί,
Το βέβαιο της μυστικής εμπιστοσύνης, είναι που  μαρτυρεί, το άλλοθι.


©Kalliopi Tsouchlis  


Της νηνεμίας η ώρα


Στην άμμο ξαπλωμένοι, θαυμάζαμε τον ουρανό και στέλναμε ευχές,
Σαν το Σέλας, φώτιζαν τα μάτια, κι έλαμπαν οι ψυχές μας,
Αναρωτιόμασταν κι ελπίζαμε στη χάρη, της παράτολμης ζωής μας,


Καλμαρισμένη η θάλασσα, μας κρυφοκοίταζε καθώς χαμογελούσε,
Έδινε πνοή στων κυμάτων τον αφρό, κλείνοντας όλες τις πληγές,
Να μη φοβάσαι αποκρινόσουν, την ώρα που μ’ αγκάλιαζες,


Τα μαγικά σου λόγια, σαν πλήκτρα, γαλήνευαν τις σκέψεις μου,
Αγάπη δίκοπη, ξεχείλιζε στο δάκρυ κι ο νους, ταξίδευε στο χάδι,  
Στρίμωχνα το φόβο πίσω από τη νύχτα κι άκουγα τους παλμούς,


Το θάρρος του έρωτα σου, έδιωχνε το δόλιο φόβο μακριά,
Σου ψιθύριζα πως τα όνειρα, γεννιούνται την αυγή,
Την ώρα που κοιμάται η πόλη κι νύχτα ξεγυμνώνεται.


©Kalliopi Tsouchlis 



Αυταπάτες


Όνειρα δραπέτες και μια αλήθεια, σαν παραίσθηση,
Σκέψεις αραδιασμένες στο χαρτί, με τη γόμα αντίκρυ,
Τόσα λάθη αναπάντητα, τόσα πάθη ανεξήγητα,


Απορίες κι εκδοχές παλεύουν, να λύσουν γρίφους,
Ρίσκο δίχως ανταπόκριση, σ’ ένα δρόμο αδειανό,
Ερινύες  βασανίζουν το μυαλό, και τα γιατί πληθαίνουν,


Φωτοβολίδα η αλλαγή, ράγισε τα κομμάτια,
Λόγια ειπωμένα, στο χρώμα της σιωπής,
Τραγική εξέλιξη η φωτιά που καίει και θερίζει,


Ραγισμένες καρδιές, στης λέξης την υπόσταση,
Μάτια γεμάτα πόνο λαμποκοπούν, μέσα από δάκρυα,
Σκληρός ο απολογισμός, κι ένα αντίο, στα χείλη κρέμεται.


©Kalliopi Tsouchlis 



Αρνησιά


Δεν γεννήθηκε κανένας, στα οικτρά σκοτάδια,
Θύμα στης ζωής το πέρασμα, κατάντησε,
Θύτες, εκείνοι που έσκαψαν, το δρόμο του,


Υπαίτιοι οι δημιουργοί, που μάτωσαν τα νιάτα του,
Ανεύθυνοι οι πολλοί, που τον γαλούχησαν,
Λάβωσαν το σθένος του, μαζί και την καρδιά του,


Δίχως να θέλει, σύρθηκε, στου πόνου, τα σοκάκια,
Έγραψαν το μέλλον του, με στοιχειωμένο αίμα,
Μαύρισαν τα σπλάχνα του, δίχως να τον ρωτήσουν,


Όρνια ανίκανα, αγάπη να χαρίσουν, χαμόγελο να λάβουν,
Αποκαμωμένοι, πορεύθηκαν σε υπονόμους,  λασπωμένους,
Οδύρονται, μοιρολογούν τη μοίρα, την κακούργα,


Αρνούνται την ελπίδα, μισούν το χάδι της αγκάλης,
Θάβονται σ’ εκείνο που τους δίδαξαν, μια νύχτα με φεγγάρι,
Της ματαιότητας το τίποτα, στ' όριο του γκρεμού,


Σκυφτός και σκυθρωπός, ο γέρος πια, τον θάνατο του αναμένει, 
Στο δέρμα του μια πινελιά, ο πόνος, στα μάτια του η πίκρα,
Μέχρι να βγει η ψυχή, το σώμα να κρυφτεί, κάτω απ’ το βρεγμένο χώμα.


©Kalliopi Tsouchlis 



Της αγάπης πρόσω


Να φύγουμε, για τη ζωή που αφήσαμε, στου χρόνου την κλωστή,
Σιχάθηκα του κόσμου τα σωστά, εκείνα, που ράγισαν, τον κόσμο,
Αγάπησα τα λάθη της καρδιάς μου, με το μυαλό κατάχαμα,


Δυο μάτια παρωπίδες, η θλιβερή τους ζήση, με ματωμένο παρελθόν,
Μα την πορεία μου, τολμάω, να χαράξω για εκεί, που αγαπώ,
Με την ψυχή στα σύννεφα και το κορμί στα πέρατα,


Να γράψω το παραμύθι μας, με τ' ουρανού την τέμπερα,
Να ντύσω τα τραγούδια μας, με στίχους, το φιλί σου,
Στο βαλς, της ευτυχίας, να παίξουν, τα όνειρα μας.


©Kalliopi Tsouchlis  


Ανήθικη πληγή


Η φωνή μου, θάφτηκε στο διχασμένο σου κορμί,
Έμεινε μόνο η σιωπή, να κοιτάζει το διψασμένο χώμα,
Μέσα, βαθιά στη γη, έθαψες τ’ απομεινάρια, της ζωής,


Στάθηκες και τόλμησες, κατάματα, να μ’ αντικρίσεις,
Άναυδη, γύρισα την πλάτη, στο παγωμένο βλέμμα σου,
Χάθηκαν τα λόγια μου, πνίγηκαν, στο χάος του κενού σου,


Το φρικτό σου τίποτα, θεοποιήθηκε, στο βάθος της ψυχής μου,
Κράτησα την ευθύνη μου, μα έχασα, τη μυστική μου τόλμη,
Λύγισα και σύρθηκα στο λασπωμένο αίμα, που έσταζε ενοχές,


Οι νύχτες που ξημέρωναν, σκέπαζαν το ματωμένο στάχυ,
Αγάπη που κατάντησε, μια κούφια κτηνωδία, με ειρωνεία, τραγική,
Κι ο χωρισμός ήρθε και σφράγισε, τ’ όνειρο, το ανύπαρκτο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Αγέρα αίγλη


Γονατιστός στη μπίντα, το διαλείπων φάρο, αγναντεύεις,
Στα μάτια σου καθρεφτίζεται, η λαμπρή αθαλασσιά,
Μια πλεύση αλαργινή, στο δι' ευχών, της χαραυγής,


Ακίνητος οδύρεσαι, στις ερινύες φθείρεσαι,
Άληκτο το θράσος σου, στο κοντράτο της σιωπής,
Δεν άντεξες να τρέχεις, δίχως να δειλιάσεις,


Η πορεία δεν ήτανε ακύμαντη, μα άξιζε τον κόπο,
Ευθεία η διέξοδος, μα έψαχνες το αδιέξοδο,
Σε μια στιγμή, σου ξέφυγε, το κάλος της αγάπης,


Συναισθήματα, χαμένα στην υπόνοια, έγιναν ολοκαύτωμα,
Μύρια ερωτηματικά, πήραν το μπούσουλα σου,
Έμεινες ακυβέρνητος, στο ρίγος του ωκεανού σου,


Αιμόφυρτους, μας έριξες στα γκρέμια, δίχως να σκεφτείς,
Θανάτωσες το σάπιο σου σαράκι, μαράζωσες και την ψυχή μου,
Αμέθυστη και άπλαστη, το διαλεχτό σκοτάδι σου, προτίμησα,


Τραβώντας με στο τούνελ, αγάπησα το χρώμα, της σκιάς σου,
Εκείνη μόνο αγκάλιασα, μια νύχτα με βροχή,
Και στον επίλογο, νοστάλγησα να ζήσω, στο ίχνος της αφάνειας.


©Kalliopi Tsouchlis  


Σκόνη αστρική

Μπουρίνι κι έρωτα μου, στην ξενιτιά με τράβηξες, μια νύχτα του Απρίλη,
Με φόρεμα λευκό, στα γαλανά σου τα νερά, φουρτούνα δε λογάριασα,
Το λάγνο βλέμμα σου, το γόητρο καθήλωσε, στις όχθες των ματιών μου,


Ένας έρωτας αλλοτινός, ο ήχος της πνοής σου, στο χρώμα των κυμάτων,
Στο ξακουστό σου θαύμα, πούλησα την άδοξη στεριά, την ώρα που σαλπάραμε,
Παράφορο παιχνίδι, του νου μου, ο χαμός, απ’ το δικό σου άγγιγμα,


Στα πέλαγα σου, σαν κοιμήθηκα , τα νιάτα μου χάιδεψα, μέσα στην αγκαλιά σου,
Στη Δύση με ταξίδεψες, απ’ τα δεκαοχτώ κοντά σου, μικρό, πρωτόμπαρκο παιδί,
Μια νύχτα στον Ατλαντικό, κατάματα σε κοίταξα κι έγινα του άνεμου, μια σκόνη αστρική.


©Kalliopi Tsouchlis 



Ενταύθα


Λόγια συμβόλαια, σαν θεοποιημένες διαθήκες,
Όρκοι θαμμένοι, σε ματωμένα δήθεν και άτολμες ελπίδες,
Ζωή κρυμμένη κι αποκαμωμένη, στο κλεμμένο μέλλον,


Δυσβάσταχτο το αύριο, που έρχεται να ξημερώσει,
Καρδιές σακατεμένες, στο λάθος της στιγμής,
Το πάθος το αέρινο, έγινε αερικό κι αλάργεψε,


Μάτωσε και χάθηκε το όνειρο, στο ρεύμα, της θαλάσσης,
Πνιγμένα συναισθήματα, που στην ακτή ξεβράστηκαν,
Κι η νύχτα, δικαστής, ήρθε να φυγαδεύσει απόψε, το μαντάτο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Εαρινό ίχνος


Απόθεμα της μέρας μου, εκείνη η λαμπερή στιγμή, της νύχτας,
Σιωπή και βλέμμα άγγιξαν, την ποθητή σου τρυφερότητα,
Η ανάσα, καθηλωμένη στο φιλί και το φυλλοκάρδι, τολμάει να ξεμυτίσει,


Τι να πρωτοθυμηθώ, απ’ το κρυφό σοκάκι, της ψυχής σου,
Κλείδωσα στο συρτάρι του άλλοθι, όλες τις ερωτήσεις,
Κράτησα τις απαντήσεις, που μου χάρισαν, τα μάτια σου,


Ένα ταξίδι βροχερό μ’ έναν έρωτα, ολίσθηση, στο διψασμένο χώμα,
Αρκεί να μου χαμογελάς και να κρεμώ, στο παρελθόν την αμαρτία,
Να γίνει άνοιξη ο χειμώνας μου, από το χρώμα της αγάπης σου.


©Kalliopi Tsouchlis 



Θαλασσωμένα όνειρα


Μεθυσμένες πολιτείες κι οι πορείες μας χαμένες,
Τράβηξα για το Βορρά και διάλεξες το Νότο,
Στάθηκες ακίνητος, να με κοιτάς, την ώρα που χωρίζαμε,


Πάψε να φοβάσαι πια κι ακολούθησε με, σου αποκρίθηκα,
Μάταια τα λόγια μου, λύγισαν οι κόποι, στον τρόμο σου μπροστά,
Τα μάτια μου μιλούσαν, τα δάκρυ μου ξεχείλιζε, απ’ της καρδιάς, τα βάθη,


Στ’ αμπάρι που με έκλεισες, πνίγηκε η ανάσα μου,
Θεούς και δαίμονες ικέτευσα, όρθιος να σταθείς και να φωνάξεις, γύρνα,
Σπάραξαν τα σπλάχνα μου, σαν έπηξε το αίμα,


Ο καταπέλτης σφράγιζε κι η ματωμένη μου ψυχή, συνέχισε ν' αργοσβήνει,
Γονάτισα στη λαμαρίνα, χτυπώντας το κεφάλι, στο μπουλμέ,
Κι εσύ, μονολογούσες με χέρια ιδρωμένα, σαν έθαψες τα χρόνια μας, στο βούρκο.


©Kalliopi Tsouchlis 



Του Ναυτικού η Μοίρα


 Μεσάνυχτα, η ώρα τέσσερις, σε λίγο ξημερώνει,
Μια εκθαμβωτική πανσέληνος, λούζει την κουβέρτα,
Κοιτάζω το ραντάρ κι ο νους αναρωτιέται, που ταξιδεύει η ψυχή μου,


Το ρεύμα δευτερόπρυμα κι η προπέλα, σαν ξίφος, χαράζει τα νερά,
Δακρύζουν τα μάτια ξαφνικά, υποκλινόμενα στη φύση,
Λάμπει τόσο το φεγγάρι, καθώς χαρίζει σάρκα και οστά, στην ψυχρή λαμαρίνα,


Είναι εκείνος, ο μοσχομυριστός αέρας της Μεσογείου, που τα σπλάχνα γαληνεύει,
Απαγκιάζουν οι παλμοί μου, βλέποντας τη Μάλτα, απ' τα αριστερά,
Άρχισαν ν' ακούγονται ξαφνικά, γνώριμες φωνές κι ο ασύρματος λυγίζει,


Είναι η Ελλάδα μου, που αγκαλιάζει το σκαρί, με τη γαλανόλευκη, περήφανη κι ατίθαση,
Ίσως είναι και η Μάνα μου, που νιώθω, πως πηγαίνω όλο και πιο κοντά της,
Εκείνο το αίμα που βράζει, καθώς κυλάει μέσα του, της θάλασσας η αλμύρα,


Σε λίγο θ' αρχίσει να χαράζει, προσμένω να γευτώ, το χρώμα της Ανατολής,
Λαχταρώ ν' ακούσω τη μιλιά, εκείνων που δεν έχω,
Στην πρύμνη θα 'μαι, τ' απόνερα να με τυλίγουν, στον ήχο των κυμάτων.


©Kalliopi Tsouchlis 



Ψυχής φυλαχτάρι


Να 'ρθεις, να λύσεις τη σιωπή μου, για ένα βράδυ μόνο,
Μια αισθησιακή στιγμή, στο γόητρο των αστεριών,
Το απαγορευμένο φυλαχτό μου, να γίνει μια υπόνοια,


Το χειροφίλημα, στα παγωμένα δάχτυλα, ακόμα το θυμάμαι,
Κάπως έτσι ζεσταίνω, τα κρυστάλλινα ξενύχτια μου,
Μια θύμηση αξέχαστη, το θαύμα της αφής σου,


Το χάδι στο φιλί, έρχεται και χαρίζει, στα μάτια μου, στολίδια,
Η λυγερή σκιά σου χορεύει, με τα ρομαντικά σκοτάδια μου,
Είσαι η φωνή, που έκανα τραγούδι, με στίχους από έρωτα,


Ένα κορμί φλεγόμενο, σαν το κερί που σιγολιώνει,
Παράτολμη και άστατη, η αύρα των χειλιών σου,
Μα εγώ, με το μολύβι μου, θα γράψω, στη σελίδα μας.


©Kalliopi Tsouchlis 



Μνημόνευση παθών


Πάντοτε, θα με πνίγει εκείνο, που δεν πρόλαβα να πω,
Στην κόλαση που για μένα, έπλασες, θα ζεις και θα ουρλιάζεις,
Φρικτά θα κλαις και θα ματώνεις, για εκείνα που αρνήθηκες,


Εγώ πονάω και θρηνώ, το συναίσθημα απόψε,
Θα 'ρθει κι η σειρά σου, μια νύχτα στο μουράγιο,
Η θύμηση σου, θα  θαλασσοπνίγεται, στης κτηνωδίας το λυγμό,


Είναι η τιμωρία που σου μέλλει, για το βωμό που έστησες,
Ξέχασες πως ο δυνατός, όρθιος θα σταθεί, για όσο κι αν συρθεί,
Τη μοίρα θα κοιτάξει και μακριά σου, θα πετάξει,


Η θλίψη, η δική σου, θα μαζέψει τα κομμάτια, του χαμένου,
Θρύψαλα και στάχτη, η ζωή, που διάλυσες, μπροστά μας,
Μα όσο κι αν παλέψεις, ποτέ ξανά,δεν θα δεθεί, όπως και η ψυχή σου,


Μια μισητή αρρυθμία, όλη σου η ζήση, μα τώρα αργοσβήνεις,
Απέναντι σου στέκω και γελώ, καθώς τον ήλιο μου, θαυμάζω,
Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει, πίσω, στο θάρρος μου, με πάει.


©Kalliopi Tsouchlis


Διαττόντων θύελλα


Μου μιλάς αγγίζοντας με κι η βουή της νύχτας, οργιάζει,
Το χάδι της φωνής σου, δεν ζητάει ανταλλάγματα,
Αφήνομαι στο ίχνος σου, δίχως να ξεστομίζω, τ' οτιδήποτε,


Περιττές οι συστάσεις, κάτω από τ' ουρανού, το στέγαστρο,
Το φόντο του θαλασσινού εργόχειρου, πνίγει τα τόσα, λόγια,
Μια εκκρεμότητα, υποκλινόμενη στο μεγαλείο, της εγγύτητας,


Περσείδες εισβάλλουν άξαφνα, στη μυστική ατμόσφαιρα ,
Εύθρυπτη η στιγμή, στη γοητεία του προσώπου σου,
Με το ξενύχτι της αγρύπνιας μου, στα γλυκοφιλήματα σου.


©Kalliopi Tsouchlis 



Απαντοχής έργο


Ύψωσε την τύχη σου, πέρα να φύγει για τ’ ανέμελο ,
Πάρε σπαθί σου, το κορμί και την καρδιά ασπίδα,
Στιχάκια είμαστε γονατιστά, στη δύναμη της θέλησης,


Ώρα καλή σου πέταξε, το μαύρο πέπλο του θυμού,
Λύγισε  τα σίδερα και κέντησε χρυσάνθεμα,
Αγκάλιασε τη νιότη σου και κτίσε το παλάτι σου,


Φόρεσε λευκό μανδύα, σε τούτο το ταγκό,
Μπούσουλας το χαμόγελο, ν’ αναρωτιέται η πλάση,
Γδύσε το μυστήριο, τώρα που ντύνεις ,το φως με υποκείμενο,


Κάνε τη μέρα έλκηθρο, στης νύχτας τη σαγήνη,
Αλαλιασμένος θα τολμάς, όσο θα προχωράς,
Να γίνει το τέλμα αφετηρία, στο νήμα της ζωής,


Χάραξε λευκογραμμή και άπλωσε σμαράγδια,
Ακαριαία άλλαξε, τον οιωνό σ’ απόδειξη,
Κι άσε την ειμαρμένη , το μέλλον σου ν’ αφηγηθεί.  


©Kalliopi Tsouchlis 


Μύδρος


Ζαλίζομαι καθώς μου ψιθυρίζεις, μέσα στο μεσονύχτι,
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα, χάνουν τον έλεγχο τους,
Σαν τα σπλάχνα μου ν’ αγγίζεις, τώρα που τραγουδώ,


Ίσως ακούγεται δραματικό, μα δεν μπορεί να είναι,
Συμβαίνει κάθε ώρα, στο χάδι των λεπτών,
Κι εκείνη η όψη σου, μεθάει τη στιγμή μου,


Κοιτάζω το ποτήρι, μα το κρασί δε γεύομαι,
Σαν να χάνομαι ξανά, στης ανασφάλειας το άκρο,
Σ’ αφήνω να με σαγηνέψεις, καθώς σου δίνω χρόνο,


Είναι το μόνο που μπορώ, πλάι μου να σε νιώσω,
Δε θέλω να χαθείς, μήτε να προσπεράσεις,
Κοίταξε στον καθρέφτη, τη φλόγα από το είδωλο,


Πρόσεχε μόνο, μην καείς, από την τολμηρή ανάσα,
Κι όσο η σπίθα σου τινάζει, στο εφικτό τ’ ανύπαρκτο,
Μη ρίχνεις άλλο οινόπνευμα, στο τραύμα της σιωπής μου. 


©Kalliopi Tsouchlis 

 

Άρια


Συναίσθημα ζητά ο άνθρωπος, για να χαμογελάσει,
Εκείνο το αόρατο, τ' άπιαστο, που δεν κοστίζει δράμι,
Ν’ αλλάξει χρώμα ο ουρανός, τη μέρα της λαμπρής,


Το χάδι να σφραγίσει, την ώρα της ωδής,
Συνοδοιπόροι , επτά νότες, σε μια αύρα μελωδίας,
Δεξίμι είναι τ’ όνειρο κι ας το πουλάνε ακριβά,


Μέσα τους το φυλάνε εκείνοι, οι αδικαίωτοι,
Σ’ εκείνους τράβα, να το βρεις κι απλόχερα να στο χαρίσουν,
Για μια στιγμή ελεύθερος, να νιώσεις τη μαγεία,


Άσε τα φυλλοκάρδια σου ν’ αφουγκραστούν,  της λύρας το δοξάρι,
Μην τα κρατάς βαλσαμωμένα, στης νύχτας το επίπεδο,
Να λυτρωθείς, να κλάψεις κι ας είναι, να πεθάνεις.


©Kalliopi Tsouchlis 


Ενύπνιο


Πέτα ψυχή μου ταξιδιάρα, τον άνεμο να φτάσεις,
Να γονατίσει σαν σε δει, στα όμορφα φτερά σου να χαθεί,
Δώσε το ρεύμα της καρδιάς, την ιστορία γι' άλλοθι,


Κι αν είναι κωμωδία, στην κατακλείδα θα φανεί,
Τερμάτισε τα χειριστήρια, λικνίσου στην ορμή της,
Κάνε τα πέλαγα δικά σου και το θεριό μαστίγωσε,


Στολίζει ο ήλιος τον καθρέφτη, μοσχοβολά τ’ αγιάζι,
Περπάτα πάνω στην κουβέρτα, λυμένο στερνοπούλι,
Εγκάρδια να της γελάς, καθώς θα της μιλάς,


Μα όσο καλπάζει η προπέλα, με συνοδούς τα χνάρια,
Χρώματα σταλμένα απ' το βυθό, τα ρέλια θ' αγκαλιάζουν,
Κι η γη μας θα κινείται, μ' επίλογο το σεληνόφως.


©Kalliopi Tsouchlis 


Όρτσα


Εμένα που με βλέπεις, κύματα δε φοβάμαι,
Τη θάλασσα την αγαπώ, στον κόρφο μου την έχω,
Στιγμή δεν καρδιοχτύπησα κι αυτό μου δίνει ρίγος,


Τον άνθρωπο λυπήθηκα, εκείνο το δειλό,
Αυτός που κουρελιάστηκε, στης μοναξιάς τη λύρα,
Δόλια μυαλά και κάστρα σε μιας στιγμής ασπίδα,


Δε μου ταίριαξε ποτέ ο κόσμος της τρομάρας,
Εγώ λατρεύω τα γλαρόνια, που ανοίγονται παλικαρίσια,
Με τον Ατλαντικό μιλώ και σιγοτραγουδώ,


Ρώμη δεν έχεις να καπελώσεις τον αέρα,
Γιατί σαν έρθει και βροντήξει, τον κυνισμό σου θα ξεφτίσει,
Άπραγος, θα τρέμεις στο αν θα σε σαρώσει,


Αρπάζει η πλώρη την καρδιά και μακριά την πάει,
Το σώμα στο σκαρί και η ψυχή αλάργα,
Ελεύθερος στη γέννα περήφανος στο τέλος.


©Kalliopi Tsouchlis 


Πλωτά όνειρα


Ταξιδευτής και Ποιητής συνοδοιπόροι αιώνια,
Ποιος εκείνος που χόρεψε στα πέλαγα δίχως να γράψει στίχους,
Άραγε ποιος δεν έψαλλε τη νύχτα στη βαρδιόλα,


Πορεία για το Γιβραλτάρ κι η σκέψη αλαργεύει,
Το χέρι στο τιμόνι και το μυαλό στο σπίτι,
Τα μάτια στον ορίζοντα και μια ψυχή προπέλα,


Ολίσθηση, όλη του η ζήση κι αλάτι ποτισμένη,
Με του Βοριά τα κύματα, στέλνει τα χαιρετίσματα,
Πονάει η μοναξιά, χαράζει σαν φαλτσέτα,


Αναπολεί το άγγιγμα και συλλογιέται τα ανείπωτα,
Δακρύζει στο εννιάμηνο, σαν νοσταλγεί το ξέμπαρκο,
Τη σκάλα να κατέβει το ντόκο να φιλήσει,


Ζωή σε μια βαλίτσα κι εκείνη η καρδιά μονίμως διαλυμένη,
Στιγμές από φωτογραφίες και όνειρα βουβά,
Μίσησε το χωρισμό, θέλει να τον σκοτώσει,


Σαράντα χρόνια ματωμένα, κοιμάται με το μπότζι,
Ξηρά ψάχνει να βρει, να πάει ν’ απαγκιάσει,
Μα μόλις έρθει και στεριώσει, την αλμύρα θα ποθήσει.


©Kalliopi Tsouchlis  


Σε λίγο ξημερώνει


Κι εκείνη η σιωπή, είναι που με τρομάζει,
Με κρατάει καθηλωμένη στο μηδέν,
Ο χρόνος τρομακτικά, δαμάζει την ψυχή,


Το υγρό τζάμι λύνει τα δεσμά,
Η παλάμη, χαϊδεύει την σφοδρή υγρασία,
Κοιτάζω απέξω κι αναρωτιέμαι που κρύβεσαι,


Το κλειδί του αυτοκινήτου με καλεί,
Σε μια στιγμή βρέθηκα στην εθνική,
Πηγαίνω στο λιμάνι,να γαληνέψει η σκέψη μου,


Είναι παράτολμο να περπατώ, εκεί που σε λαχτάρησα,
Αγκιστρώθηκες πάνω στην καρδιά μου,
Μα δε λες να σηκωθείς να φύγεις,


Σε διώχνω κι όσο τολμάω, εσύ γαντζώνεσαι,
Μίσος με καλύπτει, τη στιγμή που σ’ αγαπάω,
Μια ανάσα συντριβή, στο βλέμμα της απάτης σου.


©Kalliopi Tsouchlis 


Ουράνια ρότα


Κι αν δεν μιλάς δεν έχει σημασία,
Η σιωπή καλά κρατεί τις απαντήσεις,
Εμβέλεια μιλίων έχει η αγάπη τούτη,


Νότες απ’ άκρη σ’ άκρη ταξιδεύουν,
Μια σκέψη γητεμένη  αιωρείται,
Κι εσύ πλανάσαι ακόμα στην αιτία,


Μια θάλασσα αγάπης απλώνεται μπροστά σου,
Πλάγιασε δίπλα της και πίσω μην θωρείς,
Πονάει ο χωρισμός  σαν λαβωθεί ο έρωτας,


Θέλει σθένος σαν πετάς στα μάτια να κοιτάς,
Ο φόβος τακίμι δε γίνεται με Θαλασσοδαρμένους,
Τσακίζεται ο τρόμος στου μαρνέρου τη γροθιά,


Δε νογάει  ο Ναύτης του κόσμου το αμάρτυρο,
Τον φουρτουνιάζει ο πλους στου ξυραφιού τη κόψη,
Δεν δέχεται ψιχία στο δρόμο που του ανήκει,


Ξάφνου αλλάζει την πορεία και για το Νότιο Σέλας τραβάει,
Να συναντήσει τα παράτολμα για να φιλήσει τ’ άφθαστα,
Με Καπετάνιο την ψυχή και τη λαχτάρα πρίμα.  


©Kalliopi Tsouchlis  


Εμβύθισης στίγμα


Με καυτή βελόνα σκαλίζει ο νους το φυλλοκάρδι,
Μια λάβα σε εξέλιξη κι ένα σώμα σε κατάληξη,
Απόγνωση σ’ ένα πάτωμα γυαλί κι η λογική να βγαίνει στο σφυρί,


Λόγια σημαδεμένα από καρφιά και η ζωή κρυμμένη πίσω απ' το μπουλμέ,
Ένα μπουντρούμι το αύριο δίχως το πληγωμένο χτες του επιζώντα,
Αποτελειωμένα άλλοθι σε δολοφονημένα σήμερα,


Σαν τους μαγνήτες της πυξίδας πάλλεται η αγλύκαντη καρδιά,
Κάθε αρτηρία υποκύπτει στην εισπνοή απ’ το κρυφό μαράζι,
Λυγίζει το μυαλό στης κατάντιας το πλατύσκαλο,


Σφάλματα σαν πέλματα ηχούν την ώρα του κινδύνου,
Μέσα σε μια στιγμή τρόμος κυκλώνει το φεγγίτη της ψυχής,
Μα στο φινάλε έμεινε το σπλάχνο να ωρύεται για τ’ απολεσθέν συναίσθημα.


©Kalliopi Tsouchlis 


Θάλασσα

Θάλασσα εσύ – γαλήνη μου και της καρδιάς μου μούσα,
πόθε γλυκέ του ονείρου μου που από παιδί κεντούσα,
μύρια καράβια κι όμορφα που σου 'πλεκα λιμάνια,


με χάντρες που σε στόλιζα και με χρυσά γιορντάνια,
πού είναι, πια και δεν μπορώ να νιώθω μακριά μου,
κι άλλο δεν έχω παρ’ αυτά τα έρμα δάκρυα μου,


κι ό,τι από εκείνου τ’ όνειρο ξεπλέκω μεσημέρι,
να το αναπλέκω ψάχνοντας ποιο κύμα θα τον φέρει.
Παρακαλώ σε, θάλασσα, φέρε τον πάλι πίσω,


απόψε, τώρα! που ποθώ τα χείλη να φιλήσω,
πόνο μη νιώθω, στεναγμό κι άλλο να μη λυπάμαι.
Να πάψω πια, σαν όνειρο και μόνο να θυμάμαι.


©Kalliopi Tsouchlis 


Λύτρωση ψυχής


Τώρα πια που της μιλάς είναι αργά,
Έχασε τα λογικά της μια νύχτα με φεγγάρι,
Δαίμονες και Τρίαινες στοίχειωσαν τα όμορφα της μάτια,


Δάκρυ έγινε το αίμα της και λέρωσε το πρόσωπο της,
Κύλησαν σταγόνες στα φύλλα της καρδιάς της,
Των λουλουδιών ο κήπος πήρε το στίγμα του καημού,


Μάταια την κοίταξες και θέλησες να τη φιλήσεις,
Λευκός μανδύας κάλυψε τη λάμψη του κορμιού της,
Κι εσύ μεμιάς αναρωτήθηκες  αν πονάει ο χωρισμός,


Των συναισθημάτων ο θρήνος είναι που σκοτώνει,
Κι εμείς ανίκανοι μαζεύουμε τις στάχτες της οδύνης,
Αλάργευε λοιπόν στης σκιάς την εξιλέωση,


Να φτάσεις εκεί που σου αρμόζει για να ζήσεις,
Στο βάθος του ορίζοντα και στης στεριάς τα δειλινά,
Γίνε της λησμονιάς φεγγάρι και της ημέρας άχτι.


©Kalliopi Tsouchlis 


Άλως


Ζωή παρατημένη σε μια ψυχρή διαθήκη,
Κακογραμμένη και με αίμα ποτισμένη,
Ψυχή θαμμένη στου πόνου το μεδούλι,


Γυαλί καρφί και πέταλο κόστισαν τη νιότη της,
Αποκαμωμένη μάζεψε τα σμπαράλια της μανίας,
Γύρισε την πλάτη στο άδοξο μέλλον του σκυθρωπού διαβάτη,


Χάραξε κόκκινη γραμμή στης ευτυχίας το χάρτη,
Αλαζόνας ο διωγμός την έσερνε στη δική του γαλαρία,
Μην υπολογίζοντας στιγμή το ψυχικό της σθένος,


Μα εκείνη γνώριζε καλά της φουρτούνας το παιχνίδι,
Έγινε σωσίβιο η ίδια στης ξαστεριάς το χάδι,
Κάνοντας το κύμα φίλο και οδηγό το ρέμα,


Ξεγέλασε το μαύρο καβαλάρη με αρετή και τόλμη,
Αφήνοντας τον στου λυγμού τη θρηνωδία,
Σαλπάροντας αγέρωχη σαν σκόνη αστρική.


©Kalliopi Tsouchlis  


Μυστικού θανή


Με την καρδιά στα χέρια και τη στοργή στα μάτια,
Τόλμησε κι έτρεξε να σ’ ανταμώσει,
Τα μακριά μαλλιά της στόλιζαν τους ώμους,


Μ’ ένα χαμόγελο που έλουζε την πλάση όλη,
Σου άπλωσε το χέρι και το κλειδί της ευτυχίας,
Γονάτισε μπροστά σου και φίλησε το χώμα που πατάς,


Μα εσύ ανέκφραστος κι ανάξιος συνοδοιπόρος,
Έστρεψες το ξίφος σου στα ήδη ματωμένα στήθη της,
Προσπέρασες  τον πόνο που έκρυβε καλά στα σωθικά της,

Υπέθεσες πως έχεις δύναμη να την εξαφανίσεις,
Αστόχησες στο αλεξίσφαιρο που κάλυπτε τη σάρκα της,
Αρματωμένο το κορμί της με δύναμη και θάρρος,

Μα εσύ άλαλος κοιτούσες του μίσους την κατάληξη,
Καθώς δακρυσμένη βύθιζε στον κρόταφο τη σφαίρα,
Και αμολήθηκε στα επουράνια σαν το χαρταετό


©Kalliopi Tsouchlis  


Αιγαιόγλαρος


Μάταιος ο κόπος σου να τον στεριώσεις,
Δεν τιθασεύεται μα ούτε φυλακίζεται,
Ελεύθερος γεννήθηκε, περήφανος ταξίδεψε,


Κι όσο η καρδιά χτυπά στη θάλασσα του θα γυρνά,
Νερό θαλασσινό θα πίνει και πάλι θα πετάει,
Σε μιας στιγμής απόφαση απέναντι σου θα σταθεί,


Έκπληκτος θα τον θαυμάζεις σαν η καρδιά σου θα δαμάζει,
Στ’ ουρανού το τόξο και στης καρδιάς τη συγχορδία,
Στη μπίντα θα καθίσεις για να τον χαιρετήσεις,


Κι όταν τον άνεμο ξεστρώσει και υψωθεί να φύγει,
Κατάματα θα σε κοιτάξει πριν να σε προσπεράσει,
Την ελπίδα θα σου αφήσει και γελαστός θα συνεχίσει.


©Kalliopi Tsouchlis


Εγωλατρίας  εξόντωση


Μια αυταπάτη όλη σου η ζήση,
Ψέμα περιπλανώμενο στου καιρού τη θύελλα,
Φυγόπονη ψυχή με βλέμμα φθονερό,


Καρτερίας και στοχασμού λιμάνι έψαχνες,
Να συλλογίζεσαι του χωρισμού το στόχαστρο,
Κόπος μάταιος και ανέγγιχτος,


Διέλυσες την κωμωδία του πλήθους,
Μυκτήρισες τον όλεθρο του πόνου ,
Αγνοώντας την υπόσταση της ανθρωπότητας,


Μα τώρα έφτασε του ξεριζωμού η ώρα,
Τα μάχαιρα που ύψωσες επέστρεψαν σε σένα,
Λύγισες και χαροπάλεψες απ’ τη δική σου κόψη.


©Kalliopi Tsouchlis


Επίκτητος


Στον πόνο που εχάρισες,
Λευκή σιωπή σου απαντά,
Αμείλικτη αντίκρυ στο ανάστημα,


Τρομάζεις στο κρυμμένο σου εγώ,
Ψυχορραγείς στης λήθης το απέραντο,
Απαξιείς του χρόνου την κορδέλα,


Υποθάλπεις το μαζί στην κατάρα του χωρίς,
Ριψοκινδυνεύεις αίμα σάρκα και ζωή,
Ανίκανος στου βίου τη στοά,


Έλασμα μεταλλικό ακονίζει τις ψυχές,
Ο μαυροφορεμένος εγκλωβίζεται στου κόσμου την οδύνη,
Αφουγκράζεται τον πόνο της απώλειας,


Δακρύζεις τολμώντας να μ’ αγγίξεις,
Μα το δικαίωμα σου αφαιρέθηκε από τον ιδρυτή,
Εκείνον που σε έπλασε και θάφτηκες εντός του.


©Kalliopi Tsouchlis


Λεβάντες


Πλέξη αραχνοΰφαντη η λάμψη του ήλιου εντός σου,
Γυαλίζει ο ορίζοντας που μονομιάς θηλάζεις,
Τέκνο γλυκύτατο υψώνεις την ώρα που γεννιέσαι,


Στης καρδιάς τη μελωδία στης ψυχής το σταλαχτίτη,
Καλμάρεις το λιμάνι μου με το δικό σου άλλοθι,
Αγιογραφία χαράζεις στη ρότα του ιστού μου,
Και κάθε που θ’ ανατέλλεις θα σου φωνάζω,

Αγνάντευε.


©Kalliopi Tsouchlis



Πλωτά όνειρα


Ταξιδευτής και Ποιητής συνοδοιπόροι αιώνια,

Ποιος χόρεψε στα πέλαγα δίχως να γράψει στίχους,
Άραγε ποιος δεν έψαλλε τη νύχτα στη βαρδιόλα,


Πορεία για το Γιβραλτάρ κι η σκέψη αλαργεύει,
Το χέρι στο τιμόνι και το μυαλό στο σπίτι,
Τα μάτια στον ορίζοντα και μια ψυχή προπέλα,


Ολίσθηση, όλη του η ζήση κι αλάτι ποτισμένη,
Με του Βοριά τα κύματα στέλνει τα χαιρετίσματα,
Πονάει η μοναξιά χαράζει σαν φαλτσέτα,


Αναπολεί το άγγιγμα και συλλογιέται τα ανείπωτα,
Δακρύζει στο εννιάμηνο σαν νοσταλγεί το ξέμπαρκο,
Τη σκάλα να κατέβει το ντόκο να φιλήσει,


Ζωή σε μια βαλίτσα κι εκείνη η καρδιά μονίμως διαλυμένη,
Στιγμές από φωτογραφίες και όνειρα βουβά,
Μίσησε το χωρισμό θέλει να τον σκοτώσει,


Σαράντα χρόνια ματωμένα κοιμάται με το μπότζι,
Ξηρά ψάχνει να βρει να πάει ν’ απαγκιάσει,
Μα μόλις έρθει και στεριώσει την αλμύρα θα ποθήσει.


©Kalliopi Tsouchlis



Σε λίγο ξημερώνει


Κι εκείνη η σιωπή είναι που με τρομάζει,
Με κρατάει καθηλωμένη στο μηδέν,
Ο χρόνος τρομακτικά δαμάζει την ψυχή,


Το υγρό τζάμι λύνει τα δεσμά,
Η παλάμη χαϊδεύει την σφοδρή υγρασία,
Κοιτάζω απέξω κι αναρωτιέμαι που κρύβεσαι,


Το κλειδί του αυτοκινήτου με καλεί,
Σε μια στιγμή βρέθηκα στην εθνική,
Πηγαίνω στο λιμάνι να γαληνέψει η σκέψη μου,


Είναι παράτολμο να περπατώ εκεί που σε λαχτάρησα,
Αγκιστρώθηκες πάνω στην καρδιά μου,
Μα δε λες να σηκωθείς να φύγεις,


Σε διώχνω κι όσο τολμάω εσύ γαντζώνεσαι,
Μίσος με καλύπτει τη στιγμή που σ’ αγαπάω,
Μια ανάσα συντριβή στο βλέμμα της απάτης σου.


©Kalliopi Tsouchlis



Όστριας ρότα


Κι αν δεν μιλάς δεν έχει σημασία,
Η σιωπή καλά κρατεί τις απαντήσεις,
Εμβέλεια μιλίων έχει η αγάπη τούτη,


Νότες απ’ άκρη σ’ άκρη ταξιδεύουν,
Μια σκέψη γητεμένη  αιωρείται,
Κι εσύ πλανάσαι ακόμα στην αιτία,


Μια θάλασσα αγάπης απλώνεται μπροστά σου,
Πλάγιασε δίπλα της και πίσω μην θωρείς,
Πονάει ο χωρισμός  σαν λαβωθεί ο έρωτας,


Θέλει σθένος σαν πετάς στα μάτια να κοιτάς,
Ο φόβος τακίμι δε γίνεται με Θαλασσοδαρμένους,
Τσακίζεται ο τρόμος στου μαρνέρου τη γροθιά,


Δε νογάει  ο Ναύτης του κόσμου το αμάρτυρο,
Τον φουρτουνιάζει ο πλους στου ξυραφιού τη κόψη,
Δεν δέχεται ψιχία στο δρόμο που του ανήκει,


Ξάφνου αλλάζει την πορεία και για το Νότιο Σέλας τραβάει,
Να συναντήσει τα παράτολμα για να φιλήσει τ’ άφθαστα,
Με Καπετάνιο την ψυχή και τη λαχτάρα πρίμα.  


©Kalliopi Tsouchlis



Εμβύθισης στίγμα


Με καυτή βελόνα σκαλίζει ο νους το φυλλοκάρδι,
Μια λάβα σε εξέλιξη κι ένα σώμα σε κατάληξη,
Απόγνωση σ’ ένα πάτωμα γυαλί κι η λογική να βγαίνει στο σφυρί,


Λόγια σημαδεμένα από καρφιά και η ζωή κρυμμένη πίσω απ' το μπουλμέ,
Ένα μπουντρούμι το αύριο δίχως το πληγωμένο χτες του επιζώντα,
Αποτελειωμένα άλλοθι σε δολοφονημένα σήμερα,


Σαν τους μαγνήτες της πυξίδας πάλλεται η αγλύκαντη καρδιά,
Κάθε αρτηρία υποκύπτει στην εισπνοή απ’ το κρυφό μαράζι,
Λυγίζει το μυαλό στης κατάντιας το πλατύσκαλο,


Σφάλματα σαν πέλματα ηχούν την ώρα του κινδύνου,
Μέσα σε μια στιγμή τρόμος κυκλώνει το φεγγίτη της ψυχής,
Μα στο φινάλε έμεινε το σπλάχνο να ωρύεται για τ’ απολεσθέν συναίσθημα.


©Kalliopi Tsouchlis



Άλως


Ζωή παρατημένη σε μια ψυχρή διαθήκη,
Κακογραμμένη και με αίμα ποτισμένη,
Ψυχή θαμμένη στου πόνου το μεδούλι,


Γυαλί καρφί και πέταλο κόστισαν τη νιότη της,
Αποκαμωμένη μάζεψε τα σμπαράλια της μανίας,
Γύρισε την πλάτη στο άδοξο μέλλον του σκυθρωπού διαβάτη,


Χάραξε κόκκινη γραμμή στης ευτυχίας το χάρτη,
Αλαζόνας ο διωγμός την έσερνε στη δική του γαλαρία,
Μην υπολογίζοντας στιγμή το ψυχικό της σθένος,


Μα εκείνη γνώριζε καλά της φουρτούνας το παιχνίδι,
Έγινε σωσίβιο η ίδια στης ξαστεριάς το χάδι,
Κάνοντας το κύμα φίλο και οδηγό το ρέμα,


Ξεγέλασε το μαύρο καβαλάρη με αρετή και τόλμη,
Αφήνοντας τον στου λυγμού τη θρηνωδία,
Σαλπάροντας αγέρωχη σαν σκόνη αστρική.


©Kalliopi Tsouchlis