Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

 

Πορτολάνα


Δυο θύμησες που 'χω για σε, σ' τις έχω στη Gazetta,
για φυλαχτό σου κράτα τες στην αδειανή κουκέτα.
Πριν διπλαρώσει ο Θάνατος και στον ιστό προβάρει
τ' άτυχο τούτο σώμα μου και θέλει να το πάρει


βάλε το σκούρο το σκουτί κι έλα στο μόλο κάτου, 
για ν' αντικρίσεις καταγής το χρώμα του θανάτου. 
Μια ματισιά σου κάνε μου με τον σταυρό μεγάλο, 
και στρώση πέρνα το κορμί μοράβια, για σινιάλο. 


Μες σε θαλάμια κρύψε με και σε σπηλιές του πόντου
κι όπου χρωστήρας, πάλεψε με τον καμβά του φόντου.
Στη μάσκα να 'χεις ζωγραφιά για να μπορείς να βλέπεις,
για να μπορείς τον θάνατο για μένα ν' αποτρέπεις.


Καιρό που αγγίζω το βυθό στα κάτου της θαλάσσης,
μ' αν δε με βρεις στα βάθη της, σε θέλω να ξεχάσεις.
Με απανεμιά και κίνησα για το στερνό τιμόνι,
κι όπου τ΄ απάγκιο μ' ήθελε και το νερό στρεβλώνει.


Ισοβαθής στους χάρτες μου φαντάζει κι ο κουμπάσος,
καιρός στ' αξάφνου σάλεψε και το κουβούσι - ο άσσος.
Τη μέντα που μου φύτεψες την ζήλεψε η Μαρέα.
Πόσες στα ρέλια δες σκιές που προμηνούν τ' ακραία!


Η λαμαρίνα τσάκισε κι ό,τι από της προπέλας,
όπως και τότε, που έλαχε στο βορινό το Σέλας.
Τώρα μετράς κατάπλωρα τα μήκη και τα πλάτη,
κι αναλογίζεσαι - μου λες - πως θα με φάει τ' αλάτι. 

 
 Με το διγόφι μάζεψε του κόσμου τα κοχύλια,
για τον λαιμό μου· σαν φιλάς τα νεκρικά μου χείλια
μ' αλάρμη, ραίνε μου ευανθούς και μύρα της θαλάσσης,
να με αγαπήσουν οι ουρανοί και οι Άγγελοι της πλάσης.


©Kalliopi Tsouchlis