Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

 

Σκληρή για να λυγίσει ΙΙ


Κάπου εκεί μέσα, στο άλλον άκρον του μεσονυχτίου, γέμισε η νύχτα φως… Αποφάσισε να ρισκάρει κι αν πονούσε, τι;

Κάθε όμορφο κι αληθινό πονάει, σκέφτηκε… Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της κι αποκρίθηκε σιωπηλά στο παγωμένο δωμάτιο και στον εαυτό της…

Τώρα, αλλιώς ποτέ…

Το κερί έλιωνε αργά, δάκρυζε… Λες και χάθηκε η αίσθηση, στον παρονομαστή του χρόνου, στο μεταίχμιο της θέλησης…

Μέσα στο πηλίκο της διαίρεσης πήρε την απόφαση, να μιλήσει, να δακρύσει, να ταραχτεί κι εν τέλει ν’ αλαφρώσει το φυλλοκάρδι της…

Δεν δίστασε στα πρέπει, δεν φοβήθηκε τα δύσκολα, δεν λύγισε στα μαυρισμένα είδωλα του δρόμου, που καθρεπτίζονταν στο στίγμα της βροχής…

Ήταν Σκληρή για να λυγίσει, ήταν Δυνατή για να παραδοθεί, ήταν σαν την Θάλασσα… Απρόβλεπτη, ειλικρινής, ατίθαση…

Εκείνη ήταν τα πόδια της κι όταν η μοίρα θόλωσε και βούρκωσε τα μάτια της, εκείνη έγινε και το δεκανίκι της…

Δεν στηρίχτηκε πουθενά, δεν ανέχτηκε το μικρόβιο, μα το εξαφάνισε όπως του άξιζε, εν τη γενέσει… Το χώμα, το έπλασε όπως θέλησε...

Έγινε η πέτρα ατσάλι και μια Θάλασσα το δάκρυ…

Δεν αξίζει δάκρυ η ζωή… Μ’ ακούς που σου μιλάω;

Τσάκισε την αν μπορείς, γίνε κύμα και λαβή…

Κρύσταλλο γίνε λαμπερό να την διαλύσεις… Μην διστάσεις, δεν σου πρέπει… Κι αν γονατίσεις κρύψου, να μην σε δει κανείς…

Μα ακόμα καλύτερα, κρύψου πίσω από την κουρτίνα, μην σε δει ο εαυτός σου κι απογοητευτεί…

Αγωνιστής θα πει να ζεις και ν’ αγαπάς, να πορεύεσαι με την σκυτάλη και να λούζεται από τον ιδρώτα σου…

Να γλιστράει στην παλάμη κι όσο τολμάει να φύγει, τόσο να την κρατάς σφιχτά, σαν πυρωμένος σίδηρος…

Σκληρός και κακοτράχαλος ο δρόμος, τα φώτα απουσίαζαν, την νύχτα εκείνη… Πόσο τραγική κατάντησε η κομψότητα σ’ εκείνη την ζωή που διάλεξε ν’ απουσιάζει…

Πόσο άξιζε τελικά να μεταμορφώσει εκείνη η ίδια, την απουσία σε παρουσία και το παρελθόν σε θεμέλιο για το μέλλον…

Σαν μικρού μήκους ταινία, είδε το πριν… Λευκή γραμμή το διαπέρασε ανελέητα… Χάθηκε, ερχόταν το μέλλον, λυρικό κι εύηχο…

Κάποια στιγμή θυμήθηκε, πως είχε ξεχάσει κάτι...

Μονάχη ήταν και φώναξε δυνατά,

Σήκω πάνω…

Έλα κοντά μου, μην το βάζεις κάτω… Δεν θέλω τα μάτια σου να κλαίνε...

Στα λεπτά που ακολούθησαν, αποφάσισε να προχωρήσει…

Έσφιξε τόσο έντονα τα χείλη της που μάτωσαν… Κοίταξε το αίμα που έσταξε στην άσφαλτο και σηκώθηκε όρθια…

Οργίασε η δίνη που έκρυβε εντός της κι είπε,

Μικρή Ζωή, μου ανήκεις…

Στο υποσέλιδο του ναύλου σου, θα γράψω τ’ όνομα μου…


©Kalliopi Tsouchlis