Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

 

Ελπίδα


Από την παιδική της ηλικία, όπως κι όπου έβρισκε τον τρόπο, έγραφε για την ελπίδα της ζωής της.. Αμέτρητα χειρόγραφα, πλημμύριζαν τη ντουλάπα στο δωμάτιο της… και οπουδήποτε αλλού, μέσα στο σπίτι, ανακάλυπτε χώρο για να τα αποθηκεύσει και να μην τα δει ποτέ κανείς…

Έγραφε και δάκρυζε συνέχεια, κλειδωμένη στο υπνοδωμάτιο της… Εκεί ήταν ο βυθός της, γονατιστή στον πυθμένα, ταξίδευε με τη σκέψη της και την δική της πένα… Παρότι , παιδική, σάρωνε μυαλά, ψυχές και κόσμους… Μαύρα πελάγη ξόρκιζε, το κοφτερό της βλέμμα…

Πάντοτε, ξάγρυπνη, ξενυχτούσε τις θάλασσες που διάλεγε εκείνη… Και, για προίκα στο τολμηρό ταξίδι, μαύροι κύκλοι ,που κύκλωναν τα μάτια της, σαν πύρινα δίχτυα… Δεν άφηνε κανέναν, να χτυπήσει την πόρτα του κόσμου, του δικού της…

Δεν χωρούσε κανείς μέσα σ’ αυτό, παρά μόνο εκείνη… Αν ο χώρος γέμιζε, εκείνη θα χανόταν και μαζί της, θα εξαφανιζόταν και η λαχτάρα για την αναζήτηση της ελπίδας… Έτσι ,χάραξε πορεία με τη μοναξιά και  τη ταραχή του ωκεανού…

Έφτασε με το μυαλό της, εκεί που δεν έπρεπε… Ήταν νέα κι όμορφη, γεμάτη απαισιοδοξία και άγχος, να βρει το άνθος, ανάμεσα στις στάχτες… Έσκαβε μέσα της, τρύπωνε εδώ κι εκεί… Ακόμα κι αν δεν έβρισκε κάτι, αυτό ,την πείσμωνε ακόμα περισσότερο…

Τα παιδικά της χρόνια πέρασαν κάπως έτσι… Μέχρι που, το κορίτσι ενηλικιώθηκε, αμέσως επέλεξε να φύγει μακριά… Στην πόλη που τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ… Εκεί που όσο μόνη κι ήταν, θα είχε για συντροφιά τα φωτισμένα πάρκα και τις λαμπερές λεωφόρους…

Το Παρίσι, σαν να γαλήνεψε την κομματιασμένη φλέβα της… Άρχισε, να ενώνει ένα-ένα, τα κομμάτια του δικού της πάζλ… Που για χρόνια ήταν πεταμένα… από ‘δω κι από ‘κει… Για λίγο κόπασε η μπόρα του εσωτερικού πολέμου , που βίωνε… Άρχισε να ταξιδεύει, σε κοντινές περιοχές…

Γνώριζε ανθρώπους… και ναι, πλέον ήταν η πρώτη φορά , που αν… και μιλούσε σε αγνώστους, ο λόγος της αποκτούσε σάρκα και οστά… Ένιωθε πως  είναι να μιλάς και να σ’ ακούν με καρδιά… με ψυχή…

Εμπιστοσύνη το έλεγε… Κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτήν… Συναίσθημα, που δεν είχε βιώσει ποτέ ξανά… και με κανέναν… Το παροπλισμένο σκαρί, άρχισε να γεννιέται, ξανά μέσα από τη διάβρωση που για καιρούς, έσκιζε τα σωθικά του…

Κάθε μέρα της… είχε χρώματα πλέον… ζωηρά και λαμπερά… Άφησε πίσω τη μονοτονία και την ωχρότητα… Μέχρι, που ένα βράδυ του φθινοπώρου, καθώς έβρεχε ασταμάτητα… Αναγκάστηκε να αφήσει πίσω την καθιερωμένη βόλτα στης νύχτας τα σοκάκια…

Πήρε την πένα και το χρυσό της πάπυρο… κι άρχισε να γράφει… Κάποια στιγμή , το φώτα έσβησαν… Στιγμιαία ένιωσε, πως το σκοτάδι τη ζυγώνει πάλι… Έτρεξε στην πόρτα, τρομοκρατημένη, άνοιξε και βγήκε στο δρόμο…

Ταξίδευε μέσα στη βροχή για ώρες, το ξημέρωμα τη βρήκε, στη λεωφόρο της περιοχής… Και όλα τα φανάρια, αναμμένα πράσινα…

Ήταν η στιγμή, που είχαν πέσει τίτλοι τέλους για το σκοτάδι… Η Ελπίδα της γεννήθηκε στου δρόμου την αλάνα… Χαμογέλασε… Και παρότι, εξαντλημένη από τον τρόμο που την έλουζε όλη νύχτα, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε…

Έφτασε σπίτι και ακούμπησε τις  παλάμες  της, στο υγρό τζάμι…

Με το ένα χέρι, επέστρεψε στο Χάρο το σκοτάδι και με το άλλο άγγιξε την Ελπίδα από τη Ζωή της !!!


©Kalliopi Tsouchlis