Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

 

Της χωρισιάς βελόνι


Σαν ο καιρός καλμάρισε την Αμφιτρίτη, και είδα
που απ’ τα βαθιά ξεπρόβαλε λαμπρή η Ωκεανίδα,
κέντημα που 'χε τους καιρούς μιαν αγκαλιά στα χέρια,  
του γαλανού τ' απέραντο, τα φωτεινά τ’ αστέρια,


ένοιωσα - λες κι ήμουν εγώ, η πελαγίσια κόρη,
που δάμαζε τις θάλασσες και τ' άγριο ξεροβόρι. 
Που 'χε πνιγμούς κει στου βυθού τα φοβερά τα Ηλύσια.
Που δε λιβάνι και παπάς, ταφή στα κυπαρίσσια.


Στην κουπαστή μια χαρακιά και μι' άγκυρα στα χέρια
κρατώ, πλάι στα ναυάγια, στη βάρδια, στα νυχτέρια.
Λυγμός, που δάκρυ απόγινε σε πλήθος ξεχασμένους,
τη νύχτα που προβόδιζα τους αδικοχαμένους.


Κέντησα εγώ τις θάλασσες και μάτισα τους κάβους,
δίχως καθάριο γαλανό και δίχως αστρολάβους.
Στα λιγοστά τα νιάτα μου: μια νύχτα στην Ριβιέρα,
ξόδεψα τ’ ώριο νυφικό στου Χάρου την καλντέρα.



©Kalliopi Tsouchlis