Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

 

Επείγουσα Δικαίωση


Πόλεμο θύμιζε ο βίος τους , σε όλο του, το πέρασμα… Ένας πάλευε για δυο κι άλλος χαροπάλευε στου Χάρου την αρένα… Στον πυθμένα του χαμού, καθόταν και αρνιόταν, να βγει στην επιφάνεια, να δει του φως του Ήλιου… Ξέχασε, πως τούτο το ουράνιο σώμα, ανατέλλει κάθε μέρα, για όλους…

Αδειανά μπουκάλια και αποτσίγαρα, ήταν όλος του, ο κόσμος… Ένα σώμα, περιφερόταν τριγύρω και μια ψυχή, στης αυτοκτονίας το νυστέρι… Έπαιζε στα ζάρια τα χρόνια του, μόνο που συνεχώς έχανε, εκείνο …τον μοναδικό άνθρωπο, που τον αγάπησε, για τη κακουχία της ψυχής του και το χαμό του ονείρου…

Τόσο βαθιά κρυμμένος στα πάθη και στα λάθη, ανίκανος να αντικρίσει τον πόνο που προκαλούσε, σ’ εκείνους που τον πίστεψαν… Σ’ αυτούς, που τον θεοποίησαν, ενώ δεν άξιζε, ούτε την απομυθοποίηση… Κεραυνός κι αλεξίσφαιρο, μια ολόκληρη ζωή…

Κάθε νέα μέρα, θύμιζε, κρυστάλλινο βάζο, στου γκρεμού το χείλος… Εκείνη, το είχε διαισθανθεί, ανήμπορη να το καταπολεμήσει, προσπάθησε, να κάνει σκέψεις θετικές… Μα πως να ηρεμήσει, το φυλλοκάρδι της ψυχής, όταν τριβολίζεται το μυαλό…

Το κοίταζε και σαν άγιο φυλαχτό, πάλευε να αποτρέψει, το χαμό του… Έσκιζαν τα σπλάχνα της, καθώς το έβλεπε να τρέμει… Ήξερε, πως θα γινόταν στάχτη και θρύμματα αν έπεφτε, δεν υπήρχε γυρισμός…

Τα βράδια πλέον δεν κοιμόταν, δίπλα του ξαπλωμένη, το άγχος του χτύπου της καρδιάς του, είχε γίνει, η εμμονή της… Νόμιζε πως αν κοιμηθεί, θα τον χάσει για πάντα, πως θα ταξιδέψει δίπλα της, δίχως να τη χαιρετήσει και πριν ακόμα προλάβει να θρηνήσει…

Το ένστικτο δεν θα την πρόδιδε, ούτε και τώρα… Και μισούσε τον εαυτό της τόσο πολύ, γι’ αυτό που άλλοι, αποκαλούσαν χάρισμα… Εκείνη, μαστίγωνε τα νιάτα της και τη βουβή σιωπή της… Τα βράδια της μοναχικά, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο , με μάτια ορθάνοιχτα και μια παγωνιά να την κατακλύζει, σαν ένα νεκρό σώμα…

Γέμισε αξημέρωτες νύχτες, η ζωή της και ξαγρύπνιες, επειδή τόλμησε, να αγαπήσει το ποτέ και το χωρίς… Αντιμέτωπη, με τόσους και τόσα, σταθερή στην απόφαση, που έμελλε να της καταστρέψει, κάθε αρτηρία και αίμα, να ξεπροβάλλει, από όπου έβρισκε διέξοδο…

Μέχρι που ξημέρωσε εκείνη, η φθονερή μέρα του χαμού… Στην καρδιά του καλοκαιριού, μόλις άρχισαν, να σχεδιάζουν τις διακοπές τους… Ήταν η μέρα που η βόμβα, εξερράγη… Δόλια η μοίρα, που αιμορραγούσε μέσα, στις αδειανές  παλάμες της…

Δεν την άκουγε, του μιλούσε , την κοίταζε, μα το μυαλό του, άρχισε να σαλπάρει… Ψύχραιμη και κάτασπρη, σαν ένα νεκροσέντουκο, κάλεσε το ασθενοφόρο… Ούτε που θυμάται την αντίδραση της, μόλις κατέβασε το ακουστικό…

Το μόνο που χαράχτηκε στη μνήμη της, ήταν το παγωμένο βλέμμα , η απόγνωση και τα παγωμένα άκρα… Το βάζο έσπασε… Δυστυχώς, δικαιώθηκε, το κακό σημάδι, της  χτύπησε την πόρτα… Σαν να ηρέμησε η ψυχή της, πλέον συνέβη, το αναμενόμενο…

Φορεία, τραυματιοφορείς, νοσοκόμες, έτρεχαν κι εκείνη… Περίμενε, στον σιχαμένο διάδρομο της κλινικής… Σαν τις πύλες του αγνώστου θύμιζε, μα ήταν η άπονη πραγματικότητα… Μέχρι που οι ώρες πέρασαν, ο χρόνος κύλησε και μια Γιατρός, της έπιασε τον ώμο και της ανακοίνωσε πως ναι μεν θα ζήσει, αλλά…

Και κάπως έτσι, κούνησε το κεφάλι σχεδόν ανέπαφα, βούρκωσαν τα μάτια της κι έτρεξε στην έξοδο… Σαν άνοιξε η πόρτα και είδε τη λεωφόρο, γονάτισε εκεί μπροστά και κοίταξε τον ουρανό…

Γιατί; Γιατί σε μένα; Μ’ ακούς; Απάντησε μου… Γιατί τώρα και γιατί σε μένα; Αναπάντητα, όλα τα ερωτήματα, που σάπισαν όλο της το ‘’είναι’’… Μη έχοντας άλλη επιλογή, μάζεψε τα κομμάτια της και στάθηκε ξανά στα πόδια της…

Όφειλε να είναι όρθια , για ακόμα μια φορά, δεν είχε καν, την πολυτέλεια του χρόνου, να μπει στο αυτοκίνητο και να φύγει μακριά… Να κλάψει, να φωνάξει, να ζήσει την απώλεια, της ημιτελούς παρουσίας…

Άτυχη, ακόμα και στην στιγμή της ήττας, των ονείρων της… Οι δείκτες των ρολογιών συνέχισαν, να κινούνται δεξιόστροφα και η συνήθεια άρχισε να παίρνει τη θέση της, λίγο πριν τον χωρισμό των δρόμων…Ένα χωρισμό που άλλοι, επέβαλλαν...

Όσο κι αν ήθελε κι όσο κι αν προσπάθησε, ήταν ανίκανη, για το οτιδήποτε… Δεν μπόρεσε, να κάνει τίποτα απολύτως, παρά μόνο, να φύγει… Αναγκάστηκε, της πήραν τη ζωή της μέχρι τότε, με τη βία, δίχως να τη ρωτήσουν… Και το αντάλλαγμα, ήταν τα κλειδιά του παραδείσου, που έγινε η ίδια της, η κόλαση…

Το ίδιο της το σπίτι, έγινε ο ματωμένος τάφος, που τη σκέπασε για καιρό… Πόνεσε, έκλαψε, αντιστάθηκε στους δαίμονες κι όταν η κλωστή τέντωσε, στο κλάσμα του δευτερολέπτου, έδεσε το νήμα και πήγε να ξαπλώσει…

Εκείνες οι ώρες που το κορμί της αδρανοποιήθηκε, ήταν και η επανεκκίνηση της ζωής της… Ξύπνησε, κοίταξε τις λαμπερές ηλιαχτίδες και συνέχισε το δρόμο, που της είχαν χαράξει, μέχρι να τοποθετήσει το δικό της στίγμα στην ύπαρξη του αρχάγγελου…

Και κάπως έτσι, μπορεί,  να της  πήραν τον επίλογο, μα τον πρόλογο στο νέο της ταξίδι, τον έγραψε εκείνη…

''Μόνη μου θα ταξιδέψω, με Καπετάνιο την καρδιά μου''...


©Kalliopi Tsouchlis