Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017


Αντάμα


Κι έτσι, γεννήθηκε η ιστορία των αγνώστων, που τόσο καλά, γνωρίστηκαν και επικίνδυνα αγαπήθηκαν... Της άγγιζε το χέρι, μ’ αυτή ήταν απρόσιτη, σαν κάτι να την έδιωχνε, λες κι ήξερε, το θρήνο το μυαλού του…. Έβλεπε, πως διαφέρει από τη στάχτη του καιρού… Κι εκεί, ήταν που άρχισε να τη συντροφεύει, νοερά τα μοναχικά της βράδια...

Μέχρι που μια μέρα,  δεν άντεξε, το πάθος του κι ο έρωτας του, έγιναν λεπίδα κοφτερή και τη χτύπησαν κατάστηθα... Η στιγμή, που το συναίσθημα σαγηνεύτηκε, η αγάπη έγινε μίσος και οργή, θυμός και απαξίωση… Την αποκαλούσε ''Γυναίκα από τσιμέντο'', ήταν τόσο σίγουρος, πως απέναντι του, είχε το είδωλο μιας ''φόνισσας''… Εκείνης που του σκότωσε, την ελπίδα του έρωτα…

Δεν άφησε, το χρόνο να μιλήσει… Την γονάτισε μπροστά στα μάτια του, σαν ένα πύργο από άμμο… Αστόχησε στο γεγονός, πως το κορίτσι , είχε μάθει να σωριάζεται στο έδαφος και με την ίδια πυγμή να σηκώνει το ανάστημα της, σε θεούς και δαίμονες …Και να τρέχει μακριά, τόσο που δεν την πρόλαβε ποτέ…

Αυτό ήταν και το μαρτύριο, ήταν πάντα το βήμα της , όμως,μίλια μακριά… Θόλωνε με τον εαυτό του κι όσο εξοργιζόταν , τόσο τη φθονούσε…Ποτέ δεν κάθισε σ’ ένα πεζούλι, ν’ αναρωτηθεί, το εμείς και το μαζί… Χώρισε την καρδιά σε πόλους, εκείνη αγκάλιαζε πάντα το Βόρειο, μ’ αυτός ταξίδευε στο Νότιο…

Εκεί που έδυε ο ήλιος, εκεί που η λησμονιά καρτερούσε, το διάβα της ψυχής… Πόσες και πόσες φορές, μάταια προσπάθησε να τον φέρει στον κόσμο το δικό της… Αδύνατον, εκείνος αρνήθηκε να βγει από  το χρώμα του εβένου… Το μυαλό στη θάλασσα, που άφησε πριν χρόνια και την καρδιά του, στη γυναίκα που αγάπησε, πιότερο από τον Ωκεανό…

Κάθε λογική χαμένη, στον δικό του τον ορίζοντα, εκεί που ταξιδεύανε μαζί, μέσα σε μια στιγμή, βούλιαζε… Σωσίβιο είχε γίνει η ίδια και τον ανέβαζε στην επιφάνεια, την κοίταζε χαμογελούσε, για μια στιγμή κι έπλεαν αντικριστά σε μέρη αλαργινά… Δύσκολος ο πλους, αιματηρή αγάπη, χιλιομπαλωμένη … Όσο κι αν προσπάθησε να τις επουλώσει με το θαλασσινό αλάτι…

Άξαφνα,  είδαν να ξεπροβάλλει, η στεριά του άγνωστου, που κυνηγούσαν… Ενθουσιασμένη,τον αγκάλιασε κι άρχισε να του μιλάει, κουράγιο του φώναζε και πιάνουμε λιμάνι… Τώρα πια θα ζήσουμε, ελεύθεροι  στο καρτέρι της λαχτάρας… Δεν της απάντησε ποτέ…

Σαστισμένη από τη φουρτούνα και την κόπωση, δεν κατάλαβε το θρήνο της στιγμής… Τον έβλεπε να επιπλέει κι ήλπιζε ακόμα, εκείνη την ύστατη στιγμή… Το ρυμούλκιο της αλλόθρησκης ζωής είχε γίνει, που μόλις  χανόταν στα μάτια της μπροστά…

Πλέον είχε καταλάβει, κολυμπούσε ακόμα πιο γρήγορα… μέχρι  που τον έσυρε στη στεριά… Πνιγμένος κι αποκαμωμένος, κάτασπρος σαν το φτερό του Αγγέλου, που απαλά τη φίλησε κι εχάθη στης λήθης το απέραντο…

Ξάπλωσε δίπλα του και του μιλούσε, ήθελε ν’ αδειάσει την ψυχή της , να θυμώσει, να φωνάξει, να κλάψει… Μεγάλη η λατρεία του, μικρός ο κόσμος του, αδύναμος στα πάθη του κατάπλωρα… Γι’ ακόμα μια φορά, την παράτησε μόνη κι απροστάτευτη, να παλέψει μ’ ανέμους και με κύματα…

Πονούσαν τόσο πολύ τα σπλάχνα της, σαν να της έριχναν οξύ με αργούς ρυθμούς, στον κήπο του ιστού… Μα πλέον, συλλογίστηκε πως ήτανε ελεύθερη… Δεν θα την χτυπούσε αλύπητα με το φθονερό του λόγο και δεν θα της στερούσε τ’ όνειρο το μεγάλο…

Και σαν επίλογο, στη θλίψη της πολυτάραχης ζωής της,

Τον πόνεσε, τον έκλαψε, τον έθαψε στην άγνωστη αμμουδιά, έστησε τη δική της σχεδία και πήρε το δρόμο του γυρισμού,μακριά από τη σήψη του χαμένου…


©Kalliopi Tsouchlis