Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

 

Θαλάσσης μύρo


Γεννήθηκε μέσα στην αλμύρα, το αλάτι έλουζε τα μαλλιά της από μικρό παιδί… και τα μάτια της έλαμπαν, καθώς έβλεπε τον πράσινο, το φάρο, από το μπαλκόνι του σπιτιού της… 

Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, η φωτιά που ένιωθε για την Μεγάλη αυτή Κυρία, την Θάλασσα, της έκαιγε τα σωθικά…

Ατίθαση και μονίμως άφαντη, στις σκέψεις  και τη λαχτάρα της… που πολλές φορές,της έκοβε την ανάσα… Πήγαινε και κούρνιαζε, με τις ώρες, στο λιμάνι… και κοίταζε το φάρο.. 

Αποκαμωμένη, από τον ήλιο, που έκαιγε το πρόσωπο της, μα και συνάμα τόσο ενθουσιασμένη, το μυαλό της πλέον, ταξίδευε σε μέρη μακρινά… κι ας ήταν το κορμί της, στη νήσο, που γεννήθηκε.

Στον τόπο που μεγάλωσε,  που αγάπησε… εκεί που όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου, σε κύκλωνε  το απέραντο γαλάζιο… Πόσες εικόνες αποθηκευμένες στο μυαλό της, με φουρτούνα, με άπνοια, με γαλήνη… 

Πόσα βράδια ένιωσε να πνίγεται και να θέλει να αμοληθεί, να τρέξει στο φάρο και να ταξιδέψει… Εκεί καθόταν τις νυχτιές και έγραφε, στο ημερολόγιο της, τα όνειρα, τα πάθη , τις στιγμές, τα θέλω …

Πάντα άφαντη και χαμένη στον ορίζοντα… ο χρόνος σταματούσε, στον ήχο των κυμάτων και ξεκινούσε πάλι με την ανατολή… την ώρα, που ο ήλιος έπαιρνε τη θέση του σκότους… κι ο ήχος της πόλης, κάλυπτε τη βουή των κυμάτων…

Μεγάλωσε και άρχισε να τρέχει, ένας ατελείωτος αγώνας, για να πιάσει το όνειρο και να το κάνει πραγματικότητα… Πολλά τα εμπόδια, πολλοί και οι πειρασμοί, μα εκείνη, ψυχρή απέναντι στο οτιδήποτε…

Σκληρή σαν ατσάλι… και εύθραυστη σαν κρύσταλλο… δράση και αντίδραση, την ίδια στιγμή… Το όνειρο άρχισε να παίρνει μορφή , χρώματα κι αρώματα. ..Το έντυνε καθημερινά και το στόλιζε όλο και πιο πολύ, όπως ήθελε και ήξερε εκείνη…

Δοκίμαζε συνεχώς, τα χρώματα από τις τέμπερες… σαν να έπαιζε τ’ ομορφότερο παιχνίδι του βίου της… Μόνη εντελώς μόνη, έτσι έπρεπε να γίνει, όσο σκληρό κι αν ήταν, για εκείνους που άφηνε έξω από την πόρτα… Εκείνη κι ο εαυτός της , σε φουρτούνα, σε μπουνάτσα, σε φουσκοθαλασσιά και νηνεμία…

Δεν χωρούσαν άλλοι… Κι όσο περνούσε ο καιρός, η φλόγα δυνάμωνε κι ο έρωτας του θαλασσινού μύρου, ήταν  η πληρότητα της, τι κι αν προσπάθησαν, να την μεταπείσουν, εκείνη σαν ούριος άνεμος, άλλαζε πορεία κι έφευγε μακριά…

Αμετάκλητη η απόφαση της και μοναδικό της στήριγμα το πείσμα, απέναντι τους… Διέσχιζε τα κύματα και έβλεπε την πλώρη της… Μια πλώρη ομορφοκαμωμένη, με δέος τυλίγει, όποιον την κοιτάζει και του χαμογελάει με τα μεγάλα μάτια της, τις λαμπερές της άγκυρες…

Και σαν μπαρκάρισε, στο πρώτο το σκαρί, εκείνο το γκαζάδικο, μεγαλειώδες και θαυμαστό… Φορτωμένο μ’ αργό πετρέλαιο, ένα εκατομμύριο βαρέλια,  γέμιζαν μέχρι πάνω τα τάγκια, τα μεγάλα… και τα ‘’γκάζια’’, να ξεμπουκάρουν,  απ’ όπου έβρισκαν τον τρόπο…

Πόσο ''τρελό'' θ’ ακουστεί, μα σαν έβγαινε, κατά το σούρουπο, στην πρύμνη ν’ αγναντέψει, αγαλλίαζε η καρδιά της από τις μυρωδιές του υδρόθειου, που απλωνόταν στην ατμόσφαιρα, σαν πύρινοι κρύσταλλοι…

Πλέον ζούσε μέσα της, περπατούσε πάνω της, με την σκληρή λαμαρίνα… Κι όμως ακόμα ,φοβόταν να παραδεχτεί, πως το όνειρο απέκτησε μορφή κι εκείνη χαράζει πορείες, γράφει στο ημερολόγιο την αλλαγή της ρότας…

Τους χάρτες σαν διόρθωνε, συναντούσε μια ζωή μέσα στο chart room…Και σαν κατέβαινε, για το ρεμέντζο, με τόλμη και αγωνία, να ‘παν όλα καλά… Το βίρα και το μάϊνα, πάντα το φώναζε δυνατά, βροντερά κι ελληνικά…

Κι όλοι την καταλάβαιναν, καθώς κοίταζαν την κίνηση των χεριών της, κράταγε το ρέλι  κι έβλεπε τον κάβο να βουτάει στο νερό, κάτασπρος και δυνατός …ερχόταν και φερμάριζε, έβλεπε τη μπόμπα και τον Μελαμψό το Ναύτη, κατάματα να την κοιτάζει…

Τι να σκεφτόταν άραγε κι εκείνος ο δόλιος ναυτεργάτης, τη μάνα που τον γέννησε και τη γυναίκα που του χάρισε παιδιά… Ενώ εκείνη, σκεφτόταν μόνο, τη μάνα που την γέννησε… Άλλωστε μόνο, η μάνα της, δεν θα την ξεχνούσε ποτέ…

Η σκληρή Γυναίκα πια, μόλις έδενε στο ντόκο, τσεκάριζε τους κάβους …κι ανέβαινε τις σκάλες, μέχρι να φτάσει πάνω στο φτερό… Έτρεχε στη βαρδιόλα κι έβγαζε το κράνος της, απολάμβανε για λίγο, το νέο το λιμάνι, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, από ψυχής βγαλμένο…

Σαν έμπαινε ξανά στη γέφυρα κι άκουγε το VHF, πάντα το σπίτι νοσταλγούσε…και  πριν κατέβει  κάτω, να πάει στο κατάστρωμα, ένα λεπτό τηλεφωνούσε, τη Μάνα της ν’ ακούσει… να σαλπάρει ο νους για λίγο, στο Αιγαιοπελαγίτικο γλυκό λόγο, εκείνης που την γέννησε…

Και σαν τ’ ακουστικό κατέβαζε, τις σκάλες σάρωνε, να πάει μπροστά στα manifolds, να βάλει το χέρι στις γραμμές, ν’ ακούσει το πετρέλαιο, να τρέχει ολοταχώς, για τη στεριά… Κι όσο το βαπόρι άδειαζε, η ψυχή της ηρεμούσε κι η νύχτα την έβρισκε, στην πλώρη και στην πρύμνη, μέχρι να λύσουν και να φύγουν , γι’ άλλα μέρη μακρινά…

Και κάπως έτσι κι όσο αναπνέει στα αυτιά της, θα ηχεί η βουή της Μεγαλοκυρίας, που με κυκλώνα  και γαλήνη, άλλαξε όλη της τη ζωή… και κάθε χτύπος της καρδιάς της, θα ‘ναι  ένα ουρλιαχτό,

"Θάλασσα μου, σ’ αγαπάω"…


©Kalliopi Tsouchlis