Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

 

Το τελευταίο αναφιλητό


Τα συντρίμμια κι οι στάχτες κοστολογήθηκαν μετά την μπόρα… Όταν πέρασε ο χρόνος, κλείδωσε τον πόνο στο συρτάρι, τον κόπο και την ανάμνηση… Θεωρούνταν πλέον περασμένα, μα όχι ξεχασμένα…

Ήρθε αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό και εκείνο το ψυχρό κορμί της, που θύμιζε διαλυμένη λαμαρίνα αυτοκινήτου… Τρόμαξε από αυτό το οποίο αντίκρισε, στο παγωμένο γυαλί του καθρέπτη…

Κοίταξε τριγύρω της, σκοτάδι… Γονάτισε στο δάπεδο μ’ ένα τσιγάρο που καθώς καιγόταν, έμοιαζε με τα χαμένα χρόνια της και τις θλιβερές στιγμές που δίχως να επιλέξει έζησε… Αναπόφευκτος πόνος κι οργή κύκλωναν τα χέρια της που γέμισαν πληγές…

Δεν ζήτησε ποτέ τον έρωτα παρά μόνο την συντροφικότητα… Ήξερε πως ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης... Ήθελε να μοιραστεί την μοναχική ζωή της και κάθε όμορφο που ζούσε εντός της, να βγει και προς τα έξω… Να πάρει χρώμα η μέρα και άρωμα η νύχτα…

Μα ποιος ν’ αφουγκραστεί την αγάπη, σ’ έναν κόσμο ματωμένο και χιλιομπαλωμένο σαν ένα ρούχο κακής ποιότητας… Ρητορική ερώτηση, εν όλω…

Πάλι δάκρυσε, πάλι πόνεσε, πάλι λύγισε… Αργά ή γρήγορα συνήλθε, μάζεψε τα κομμάτια της και προχώρησε… Μισούσε να σέρνεται, σαν έρμαιο των γεγονότων… Λάτρευε το χαμόγελο που ενέπνεε δύναμη ψυχής…

Κανείς δεν γνώριζε τις νύχτες πως περνούσε… Τι κι αν χτυπούσε το τηλέφωνο, ενώ εκείνη έκλαιγε… Σκούπιζε απαλά τα δάκρυα της ψυχής της κι απαντούσε πάντοτε χαμογελαστά…. Ήθελε να βλέπει τους άλλους να χαμογελούν….

Γνώριζε δυστυχώς τι σημαίνει η λέξη πόνος γι’ αυτό και δεν ήθελε ν’ αντικρίζει θλιμμένα πρόσωπα… Κάποια στιγμή σιωπηλά και μόνη, έκανε μια μικρή ανάλυση τριών λέξεων… Πόνος, θλίψη, αγάπη...

Κάπου εκεί μέσα, άρχισε να γνωρίζει τον εαυτό της και να αγκαλιάζει την δύναμη που ήταν καλά κρυμμένη μες στα σπλάχνα της… Κάπου εκεί μέσα, κοίταξε τη ζωή κατάματα και χαμογέλασε...

Στο τελευταίο αναφιλητό της, σώπασαν τα μάτια της…


©Kalliopi Tsouchlis