Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

 

Μνημόνευση παθών


Πάντοτε θα με πνίγει εκείνο που δεν πρόλαβα να πω,
Στην κόλαση που για μένα έπλασες θα ζεις και θα ουρλιάζεις,
Φρικτά θα κλαις και θα ματώνεις για εκείνα που αρνήθηκες,


Εγώ πονάω και θρηνώ το συναίσθημα απόψε,
Θα 'ρθει κι η σειρά σου μια νύχτα στο μουράγιο,
Η θύμηση σου θα  θαλασσοπνίγεται στης κτηνωδίας το λυγμό,


Είναι η τιμωρία που σου μέλλει για το βωμό που έστησες,
Ξέχασες πως ο δυνατός όρθιος θα σταθεί για όσο κι αν συρθεί,
Τη μοίρα θα κοιτάξει και μακριά σου θα πετάξει,


Η θλίψη, η δική σου θα μαζέψει τα κομμάτια του χαμένου,
Θρύψαλα και στάχτη η ζωή που διάλυσες μπροστά μας,
Μα όσο κι αν παλέψεις ποτέ ξανά δεν θα δεθεί όπως και η ψυχή σου,


Μια μισητή αρρυθμία όλη σου η ζήση μα τώρα αργοσβήνεις,
Απέναντι σου στέκω και γελώ καθώς τον ήλιο μου, θαυμάζω,
Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει πίσω στο θάρρος μου με πάει.


©Kalliopi Tsouchlis



Ψίθυροι ευχών


Με χρώματα του δειλινού έντυνες πάντα τη φωνή μου,
Χάριζες στην όψη γοητεία με μια κρούση παρουσίας,
Τράβηξες ολόκληρη ψυχή απ' το βούρκο του ολέθρου,


Πως ν’ αντέξει μια καρδιά τέτοιον έρωτα σκιά,
Αναρωτιόμουν την ώρα που χανόμουν στη μορφή σου,
Σαν ηλιογέννητος αιθέρας μεθούσες του νου μου τη γαλήνη,


Το βουρκωμένο βλέμμα σου στοίχειωνε την πλάνη μου,
Χαρακωμένη φλέβα σε οξύ τα ματωμένα λόγια,
Στα μάτια θαύμαζαν Αρχάγγελοι κοιτώντας τις πληγές μας,


Μου δίδαξες να περιμένω να ζητώ κι όσο ζω να το τολμώ,
Εσύ σαν ακροβάτης πάντα έκανες το φόβο μου τραγούδι,
Κι η μελοποίηση γινόταν στης νύχτας την αγκάλη, αντάμα στο φεγγάρι.


©Kalliopi Tsouchlis



Διαττόντων θύελλα


Μου μιλάς αγγίζοντας με κι η βουή της νύχτας οργιάζει,
Το χάδι της φωνής σου δεν ζητάει ανταλλάγματα,
Αφήνομαι στο ίχνος σου δίχως να ξεστομίζω τ' οτιδήποτε,


Περιττές οι συστάσεις κάτω από τ' ουρανού το στέγαστρο,
Το φόντο του θαλασσινού εργόχειρου πνίγει τα τόσα, λόγια,
Μια εκκρεμότητα υποκλινόμενη στο μεγαλείο της εγγύτητας,


Περσείδες εισβάλλουν άξαφνα στη μυστική ατμόσφαιρα ,
Εύθρυπτη η στιγμή στη γοητεία του προσώπου σου,
Με το ξενύχτι της αγρύπνιας μου στα γλυκοφιλήματα σου.


©Kalliopi Tsouchlis



Απαντοχής έργο


Ύψωσε την τύχη σου πέρα να φύγει για τ’ ανέμελο ,
Πάρε σπαθί σου το κορμί και την καρδιά ασπίδα,
Στιχάκια είμαστε γονατιστά στη δύναμη της θέλησης,


Ώρα καλή και πέταξε το μαύρο πέπλο του θυμού,
Λύγισε  τα σίδερα και κέντησε χρυσάνθεμα,
Αγκάλιασε τη νιότη σου και κτίσε το παλάτι σου,


Φόρεσε λευκό μανδύα σε τούτο το ταγκό,
Μπούσουλας το χαμόγελο ν’ αναρωτιέται η πλάση,
Γδύσε το μυστήριο τώρα που ντύνεις το φως με υποκείμενο,


Κάνε τη μέρα έλκηθρο στης νύχτας τη σαγήνη,
Αλαλιασμένος θα τολμάς όσο θα προχωράς,
Να γίνει το τέλμα αφετηρία στο νήμα της ζωής,


Χάραξε λευκογραμμή και άπλωσε σμαράγδια,
Ακαριαία άλλαξε τον οιωνό σ’ απόδειξη,
Κι άσε την ειμαρμένη το μέλλον σου ν’ αφηγηθεί.  


©Kalliopi Tsouchlis