Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

 

Καλή τύχη


Όταν εντός μου έθαψα τ' απομεινάρια σου, είδα τα μάτια μου να μου χαμογελούν... Αντίκρισα την κουρασμένη μου ψυχή, την αγκάλιασα σηκώνοντας την ψηλά και μακριά από τη στάχτη σου... Κάπου στο βάθος με περίμενε η ξεχασμένη μου ελπίδα...

Μάζεψα ένα-ένα τα κομμάτια του κορμιού κι άρχισα πάλι να ενώνω τα συντρίμμια... Ξεκίνησε η ζωή μου ν’ αναπλάθεται με σταθερό ρυθμό... Έδωσα νόημα στ’ άψυχα λεπτά του ρολογιού κι όνειρα στις διψασμένες νύχτες που μάτωνες ραγδαία...

Το μαύρο πέπλο που σε κάλυψα, έγινε λευκό μαντήλι που σκούπισε τα τελευταία δάκρυα μου πριν τον ενταφιασμό του σάπιου κουφαριού που έσερνες εντός μου.... Θαύμασα το χρώμα τ’ ουρανού και την ευωδιά του καθαρού αέρα...

Αγάπησα την νέα μέρα που ξημέρωσε κι είχα την ευκαιρία  να ζήσω... Καθώς πήρα τον δρόμο για την έξοδο από το μπουντρούμι που με φελιζόλ κακής ποιότητας έκτισες κλειδώνοντας μέσα τ’ ακατέργαστα σμαράγδια της καρδιάς μου, γονάτισα κι έπιασα ένα μικρό μαύρο πετράδι...

Λες και με περίμενε, σαν κάποιος να το άφησε εκεί για μένα... Άστραψε στα μάτια μου... Το πήρα μαζί κι αυτό, μαζί με το κορμί και την χαμένη μου ζωή... Βγαίνοντας, έκλεισα την πόρτα, μα πριν φύγω, σ' ένα χαρτί λευκό ζωγράφισα ένα μαύρο τοίχο...

Να θυμάσαι πως τοίχος έγινα εγώ κι η σιωπή μου, τα πυρά που τον κυκλώνουν...

Καλή τύχη...



©Kalliopi Tsouchlis