Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

 

Οδός επιθυμίας


Σαν κι απόψε δεν ήθελα να υπάρχω,
Αέρινο σεντόνι να γίνει το κορμί,
Με την ψυχή να ταξιδέψω εκεί που αγαπάω,


Να μπω σε σπίτια που λαχτάρησα για ν’ ασπαστώ εκείνο που μου λείπει,
Το άρωμα του να γευτώ μέσα σε μια στιγμή και πάλι να χαθώ,
Κανείς να μην με δει ούτε και να μ’ ακούσει,


Στης χαραυγής τη δόξα ένα ταγκό μαζί σου να χορέψω,
Τ’ αστέρια να φωτίζουν των ψυχών τη λεωφόρο,
Άσπρα κύματα να τραγουδούν του έρωτα τη μελωδία,


Ελεύθερη ν’ αντιμετωπίσω της κόλασης το χωρισμό ,
Την καρδιά μου να κουρνιάσω στον οίκτο της σιωπής ,
Να χαθούν τα βλέφαρα στην ύλη του ονείρου ,


Ας ήτανε μια ώρα να πετάξω για να σε αντικρύσω,
Και τότε γελαστή θα χάριζα στους ουρανούς του νου τη σάρπα,
Στάχτη να γινόμουν κι η θάλασσα να με ξεβράσει μια νύχτα με βροχή.


©Kalliopi Tsouchlis



Κάσσαρο


Άνεμε ερωτύλε και κοσμογυρισμένε,
Μάγεψες τα ίχνη στο πρόστεγο της πλώρης,
Χώνεψες το φυλλοκάρδι στο στρίτσο σαν καδένα,


Ποτίστηκε η λαχτάρα μέσα και κλειδώθηκε,
Δεν αφέθηκε για ν’ αναπνεύσει και να φωνάξει  σ’ αγαπώ,
Ζητιάνευε το όνειρο μια νότα στον ορίζοντα,


Ο ήλιος έλαμπε στην λαμαρίνα σαν φτερωτή οργάντζα,
Κι η Αλισάχνη φλερτάριζε με τις  μεγάλες γάσες,
Ένας έρωτας περίρρυτος στο γιατί του οτιδήποτε,


Φεγγαρόπετρες και  βότσαλα στόλιζαν  τη σκέψη την αλλιώτικη,
Ένας μοναχικός περίπατος με τον συνοδό αόρατο,
Κι η απόγνωση βρυχάται στου όρμου την κατάληξη,


Μα σαν άνοιξε η πόρτα απ’ το καμπούνι το μαρτύριο κατέληξε,
Με τόλμη και ζωντάνια  έτρεξε στις σκάλες για  να διακρίνει τη χάρη της ζωής,
Και χάθηκε σαν αμμοδύτης  στ’ αρχιπέλαγος  για τόπους θελκτικούς.


©Kalliopi Tsouchlis



Γητευτής


Εισβάλλεις στις ζωές δίχως να ρωτήσεις,
Μα ούτε αναρωτιέσαι αν πρέπει να το κάνεις,
Μέρες  χάνονται στο δάκρυ και νύχτες στο κενό,


Ψηλαφίζεις κάθε ευαίσθητη χορδή την ώρα του χορού σου,
Απαρνιέσαι το γιατί στου λυτρωμού το πάθος,
Ξεγελάς το νου με την καυτή σου αύρα,


Βυθίζεις μέσα σου του κόσμου τη μαγεία,
Προκαλείς στο βέλος σου ψυχές και βλέμματα,
Καθηλώνεις στο διάβα  σου τη συγχορδία της γαλήνης,


Στοχεύεις  το μυαλό ματώνεις  την καρδιά μα δεν σου φτάνει,
Τα σωθικά σου καις  μέχρι να πνίξεις το κλαυθμό στο σπαραγμό,
Οικτρά αγωνίζεσαι τη παρουσία να κάνεις απουσία,


Σαν τραπουλόχαρτο σκορπάς την ηρεμία κι από συντρίμμια γεννάς της δυστυχία,
Έρμαια κατάντησαν τα όνειρα στης  χωρισιάς το ξίφος,
Ξεπούλησες την ευσπλαχνία στο βωμό της φιλαυτίας,


Ποθείς για να τη δεις να κομματιάζει τα εσώψυχα στην εξορία,
Να φύγεις λαχταράς μονολογώντας πως κέρδισες το λάφυρο,
Μα μόνο μην ξεχάσεις πως η ελπίδα γονατίζει στον επίλογο.


©Kalliopi Tsouchlis



Θάλαττας αγέρι


Άδικα αναζητάς του φεγγαριού το άγγιγμα στις υπόγειες στοές,
Εκεί που περπατάς μόνο το βούρκο θ’ αγκαλιάσεις,
Έντρομος θα τρέξεις διέξοδο να βρεις  για να σωθείς,


Μέσα στο σκοτάδι θα χαθείς και θα πονέσεις κλαίγοντας,
Μάταια θα ουρλιάξεις μήπως κι ακουστείς  στο αχανές περιθώριο,
Σαν κακοτράχαλος εραστής  ο εγωισμός που σε κυνηγάει,


Τρομάζεις δειλιάζεις και ουρλιάζεις στο μίσος του μπροστά,
Οι λυγμοί σου τάραξαν του λιμανιού την άπνοια,
Αγρίεψε η θάλασσα απ’ τα δικά σου σφάλματα,


Κι άξαφνα μια πόρτα πελώρια άνοιξε και στάθηκες να την κοιτάζεις,
Μα ένα κύμα ωστικό έμελλε να σε γραπώσει και στο ντόκο να σ’ αφήσει,
Εκεί που για καιρό σε πρόσμενε της Ανοιχτής Θαλάσσης το κορίτσι.


©Kalliopi Tsouchlis



Μυστικού θανή


Με την καρδιά στα χέρια και τη στοργή στα μάτια,
Τόλμησε κι έτρεξε να σ’ ανταμώσει,
Τα μακριά μαλλιά της στόλιζαν τους ώμους,


Μ’ ένα χαμόγελο που έλουζε την πλάση όλη,
Σου άπλωσε το χέρι και το κλειδί της ευτυχίας,
Γονάτισε μπροστά σου και φίλησε το χώμα που πατάς,


Μα εσύ ανέκφραστος κι ανάξιος συνοδοιπόρος,
Έστρεψες το ξίφος σου στα ήδη ματωμένα στήθη της,
Προσπέρασες  τον πόνο που έκρυβε καλά στα σωθικά της,


Υπέθεσες πως έχεις δύναμη να την εξαφανίσεις,
Αστόχησες στο αλεξίσφαιρο που κάλυπτε τη σάρκα της,
Αρματωμένο το κορμί της με δύναμη και θάρρος,


Μα εσύ άλαλος κοιτούσες του μίσους την κατάληξη,
Καθώς δακρυσμένη βύθιζε στον κρόταφο τη σφαίρα,
Και αμολήθηκε στα επουράνια σαν το χαρταετό.


©Kalliopi Tsouchlis