Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

 

Βαρομετρικό


Ήταν το βαρομετρικό που θόλωνε τη σκέψη
με το μπουρίνι σθεναρά μαντάτα να σου πέμψει,
κι αυτό, το ανεμολόγιο που δίχως πια τον δείκτη,
χάνονταν μες στα κύματα κειδά, στο μεσονύχτι.

Δίχως εξάντα και όνειρα και δίχως τον βερνιέρο,
πάλευα τον ορίζοντα γιορντάνια να σου φέρω,
να τα φορέσεις στα μαλλιά να λάμψεις σαν τον ήλιο,
να σε ζηλέψουν οι ουρανοί και κάθε τι το ανήλιο.

Με το σκαντάγιο μέτρησα τις ράδες και τα βάθη
και τ’ όνειρο, που αποζητά για σένα κι αναπλάθει,
να ταξιδεύεις δίχως να, στα χέρια σου μια πέτρα,
δίχως τα βέλη του Έρωτα και τη χρυσή φαρέτρα.

Μηδέ που χάραξε ουρανός απόψε - ακτή δεν είδα -
μηδέ που ο φάρος έφεξε της τύχης τη σανίδα.
Στου πηγαδιού μηδέ 'φεξαν τα ολόφωτα τ' αστέρια,
μα κι ούτε που 'δα της στεριάς τα φώτα της τα πλέρια.

Γι' αυτό κι ο αγέρας σου 'στειλε της ξενιτιάς μαντάτο,
στερνό φιλί στο γράμμα μου με φυλαχτά γιομάτο.
Με τ' αγιοκέρι του καιρού και το χρυσό γιορντάνι,
οι άνεμοι να σε κρατούν κει που η βροχή σε ράνει.

Το μύρο, που σε βάπτισε της γαλανής θαλάσσης,
με την φουρτούνα φόρα το τον Χάρο να δαμάσεις.
Κι αν τύχει τύχη και το θε μουράγιο ν' απαγκιάσεις,
στα μάτια μου πριν κρεμαστείς να δεις πώς οι κολάσεις

σύρε ως εκεί, που αναζητώ στα δίδυμα φεγγάρια,
τ' απομεινάρια για να βρεις απ' τα δικά μου χνάρια.
Σύρε να βρεις πού κείτομαι κι έλα να σ’ αγκαλιάσω,
στα δίπλα μου για να σε δω και να μπορώ να φτάσω.

Με το κουμπάσο χάραξα στο χάρτη τ’ όνομα σου,
κι απ΄ την βαρδιόλα φύσηξε κι ένοιωσα τ' άρωμα σου.
Όπου κοιτάζω θάλασσα και σ’ ανταμώνω, φως μου,
σου ψιθυρίζω στ’ ανοιχτά τα σ’ αγαπώ του κόσμου.


©Kalliopi Tsouchlis